Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

ΛΙΒΑΔΕΙΑ – ΑΓΙΑ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ


Το εκκλησάκι της Αγίας Ιερουσαλήμ βρίσκεται στα νότια της πόλης Λιβαδειάς, χτισμένο σε απόκρημνους βράχους κοντά στη σπηλιά της Ζωοδόχου Πηγής, δίπλα στο εκκλησάκι του Αγίου Μηνά.
Ο επισκέπτης για να φτάσει στο εκκλησάκι πρέπει να ανέβει περίπου 700 σκαλοπάτια.
Στην περιοχή Κρύα της Λιβαδειάς μπορούμε να δούμε τον ποταμό Έρκυνα και τη σπηλιά του Τροφωνείου. Από εδώ έχοντας δεξιά μας τον Έρκυνα ποταμό και ακολουθώντας το μονοπάτι θα ανεβούμε στη σπηλιά της Ζωοδόχου πηγής μέσα στην οποία είναι χτισμένο το εκκλησάκι της Αγίας Ιερουσαλήμ.
Αφού περάσουμε το θεατράκι θα ακολουθήσουμε αριστερά μας τα σκαλιά που θα μας οδηγήσουν σε ένα ωραίο δάσος από κυπαρίσσια.
Μπροστά μας βλέπουμε ένα παλιό εκκλησάκι, όμως εμείς συνεχίζουμε δεξιά με κατεύθυνση την Αγία Ιερουσαλήμ.
Όσο πλησιάζουμε τόσο θα πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί γιατί τα σκαλιά γλιστράνε και υπάρχει μεγάλος κίνδυνος, ιδίως όταν έχει βρέξει.
Τριάντα μέτρα περίπου πριν φτάσουμε την Αγία Ιερουσαλήμ, η δεξιά πλευρά στις πέτρινες σκάλες είναι γκρεμισμένη, δώστε μεγάλη προσοχή γιατί είναι επικίνδυνο σημείο.
Όταν φτάσουμε στη σπηλιά, το θέαμα που θα αντικρίσουμε είναι εκπληκτικό. Απέναντί μας αριστερά το Μεσαιωνικό κάστρο, δεξιά το μικρό θεατράκι και ακριβώς μπροστά μας κάτω η χαράδρα που σχηματίζει ο ποταμός Έρκυνα.
Πριν φύγουμε όμως από το σπήλαιο δε θα πρέπει να ξεχάσουμε να βγάλουμε δροσερό νερό από την βαθεία πηγή που υπάρχει και με αυτό να βρέξουμε το πρόσωπό μας γιατί όπως μας είπαν οι χωρικοί φέρνει τύχη.
Στο εκκλησάκι της αγίας Ιερουσαλήμ πηγαίνω πάρα πολύ συχνά και ας είμαι από την Αθήνα, αυτό που θα σας αναφέρω είναι αληθινή ιστορία και έγινε αυτό τον Μάιο του 2009.
Μόλις φτάσαμε στην Λιβαδειά, κάναμε μια βόλτα στην πόλη και μετά ξεκινήσαμε τον ανηφορικό δρόμο προς την αγία Ιερουσαλήμ.
Σε σαράντα λεπτά περίπου ήμασταν εκεί.
Αφού κάτσαμε να ξεκουραστούμε από την διαδρομή και να θαυμάσουμε την θέα από ψηλά, είχε έρθει πλέον η ώρα να μπούμε και στον ναό.
Κάνουμε τον Σταύρο μας και μπαίνουμε μέσα, όλο το εκκλησάκι ήταν άδειο, ούτε ίχνος εικόνας, το μόνο που υπήρχε ήταν μερικά καρβουνάκια και τα καντήλια.
Μας φάνηκε παράξενο και πολύ περίεργο που λείπανε οι εικόνες από εκείνο το μέρος, γιατί όπως έγραψα και πιο πάνω, πάω συχνά σε αυτό το μέρος και το γνωρίζω καλά.
Αφού έχουμε ψάξει όλο το εσωτερικό μέρος της αγίας Ιερουσαλήμ και δεν έχουμε βρει ούτε μια εικόνα, έρχεται στο μυαλό της αγαπημένης μου Σόφιας η πηγή που της είχα πει λίγο πιο πριν.
Πάει να δει την πηγή και το θέαμα που αντικρίζει είναι βλάσφημο.
Όλες οι ιερές εικόνες του ναού βρίσκονται βυθισμένες στον πυθμένα της πηγής.
Η πηγή είναι μικρή αλλά το βάθος της φτάνει περίπου τα τρία μέτρα και το νερό της είναι πολύ παγωμένο, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να μπούμε μέσα.
Με διάφορους τρόπους τελικά, καταφέραμε να βγάλουμε τις εικόνες από μέσα και όχι μονό εικόνες, άλλα και ένα λειτουργικό βιβλίο και διάφορες μικρές χάρτινες εικονίτσες.
Για να βγάλουμε τις εικόνες μέσα από το νερό κάναμε τουλάχιστον δυο ώρες.
Άλλο να σας το λέω και άλλο να είστε εκεί και να το βλέπετε.


Γεώργιος Λαμπής – Λιβαδειά, Αγία Ιερουσαλήμ, Μάιος 2009.

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ



Η κατασκευή του φρουρίου ξεκίνησε τον 13ο αιώνα, αλλά τα περισσότερα από τα ορατά λείψανα χρονολογούνται στην Καταλανική κατάκτηση της πόλης, που διήρκεσε από το 1309 έως το 1380.
Το 1458 κατακτήθηκε από τους Τούρκους και παρέμεινε στην κατοχή τους έως την απελευθέρωση της πόλης από τους Έλληνες.
Το κάστρο βρίσκεται στον φυσικά οχυρό λόφο του Αγίου Ηλία, επάνω από τη σύγχρονη πόλη της Λιβαδειάς.
Ο μακρύς οχυρωματικός τοίχος ακολουθεί την κατωφέρεια του εδάφους και καταλήγει σε μεγάλο πύργο στα ανατολικά. Είναι κτισμένος από ακατέργαστους λίθους και μόνο στις πύλες έχουν χρησιμοποιηθεί καλά λαξευμένοι λίθοι.
Ένας μικρός ναός στο εσωτερικό του περιβόλου φαίνεται ότι καταλαμβάνει τη θέση αρχαίου ναού του Διός.
Το Κάστρο αποτέλεσε σημαντικότατο ορμητήριο και προμαχώνα των Καταλανών.
Τον εξωτερικό περίβολο του Κάστρου, περιζώνει ένας απότομος βραχώδης λόφος, που από τη μια πλευρά καταλήγει στο φαράγγι.
Στον ψηλότερο από τους πύργους του Κάστρου ύψωσε η Λιβαδειά τη σημαία της επανάστασης το 1821, τρίτη στη σειρά μετά την Καλαμάτα και τα Σάλωνα.
Από εδώ στις 26 Ιουνίου 1821, οι πολιορκημένοι από τους Τούρκους Λιβαδείτες, έκαναν έξοδο και διέφυγαν μαζί με τους αμάχους προς το βουνό, αφήνοντας πίσω τους 60 νεκρούς.
Το Κάστρο μετά από διάφορες εργασίες είναι επισκέψιμο. Στο εσωτερικό του ανακατασκευάστηκαν τα ξύλινα πατώματα, τοποθετήθηκαν νέες ξύλινες σκάλες και χρησιμοποιείται σήμερα ως εκθεσιακός χώρος που αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα.
Από εκεί έχει κανείς μια πανοραμική άποψη της περιοχής και της Λιβαδειάς. Μπορεί κανείς ξεκινώντας από εκεί και περπατώντας ανάμεσα στα πεύκα και τα μισογκρεμισμένα καταλανικά τείχη, να φτάσει μέχρι την εκκλησία της Αγίας Σοφίας, από όπου έχει μια εντυπωσιακή θέα προς το φαράγγι.
Η πόλη βρίσκεται σε υψόμετρο 200 μέτρων, στο δυτικό τμήμα του νομού, στο άκρο της πεδιάδας της Κωπαΐδας, 130 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Αθήνας και 30 περίπου χιλιόμετρα από την πλησιέστερη ακτή του νομού (Παραλία Διστόμου ή Άσπρα Σπίτια).
Βόρεια της πόλης εκτείvεται o Παρvασσός και vότια o Ελικώvας στoυς πρόπoδες τoυ oπoίoυ είναι κτισμέvη η παλιά πόλη της Λιβαδειάς. Διαρρέετε από τον μικρό ποταμό Έρκυνα.
Το κάστρο της λιβαδειάς σε γυρνάει σε άλλες εποχές, και η ομορφιά του Μάζι με την απέραντη θέα του σε συναρπάζει.
Αν σας αρέσουν τα κάστρα και τα φρούρια, καλό θα ήταν να του ρίξετε μια μάτια, πιστέψτε με δεν θα πάει χαμένη.




Γεώργιος Λαμπής – Λιβαδειά, Κάστρο, Μάιος 2009.

ΑΡΧΑΙΑ ΝΕΜΕΑ



Κωμόπολη της Κορινθίας, στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού.
Στην κοιλάδα της Αργολίδος, μεταξύ Φλιούντος και Κλεωνών υπήρχε περίφημο ιερό του Διός, στο οποίο εορτάζονταν τα Νέμεα, μία από τις τέσσερις πανελλήνιες εορτές.
Από το 573 π.Χ. τελούντο τακτικά κάθε δύο χρόνια και περιελάμβαναν ιππικούς, γυμνικούς και μουσικούς αγώνες με έπαθλο ένα στεφάνι από σέλινο. Τα Νέμεα, κατά την παράδοση, είχε ιδρύσει ο Ηρακλής αφού σκότωσε τον λέοντα της Νεμέας, ή κατά άλλους, οι Επτά επί Θήβας προς τιμή του μικρού Οφέλτη, γιου του βασιλιά Λυκούργου, ο οποίος πέθανε από δάγκωμα φιδιού.
Εκεί όπου κατά τον μύθο πέθανε ο Οφέλτης, κοντά στο σημερινό χωριό Ηράκλειο, βρίσκεται το αρχαίο ιερό.
Όπως στην Ολυμπία, έτσι και εδώ την προστασία των αγώνων είχε Ο Ζευς, τον οποίο, ως θεό του ουρανού και της βροχής , λάτρευαν οι Δωριείς ήδη από την εποχή της εγκαταστάσεώς τους στην κορυφή του όρους Απέσα (σημερινό Φουκά), το οποίο δεσπόζει της πεδιάδας.
Το κυριότερο κτίριο του ιερού ήταν ο ναός του Διός, ο οποίος κτίστηκε μετά τα μέσα του 4ου π.χ. αιώνα.
Ήταν δωρικός περίπτερος ( 44,57 x 22,15 ), με 6 κίονες στις στενές πλευρές και 12 στις μακρές. Ένας από την περίσταση και οι δύο του προδόμου παραμένουν ακόμη όρθιοι. Σώζονται επίσης σπόνδυλοι κιόνων, πολλά μέλη από την οροφή, τρίγλυφα, μετόπες.
Στα ανατολικά του ναού υπήρχε μεγάλος βωμός (2,42 x 40,58 μ.), από τον οποίο οδηγούσε ένα κεκλιμένο επίπεδο στον ναό.
Την οροφή του σηκού υποβάσταζε κιονοστοιχία με κορινθιακούς κίονες η οποία περιέτρεχε τις τρεις πλευρές του.
Στο βάθος του, πίσω από τους κίονες, υπήρχε μια κρύπτη (4,05 x 3,62 μ.), βάθους 1,98 μ., στην οποία οδηγούσαν 4 βαθμίδες και η οποία εθεωρείτο «τάφος του Οφέλτου». Ομοιότητες στις αναλογίες και στις μορφές με τον ναό της Αθηνάς στην Τεγέα οδηγούν στην υπόθεση ότι οι δυο ναοί κτίστηκαν από τους ίδιους τεχνίτες.
Νοτίως του ναού υπάρχει ορθογώνιος κατασκευή (22,40 x 13 μ.), με δυο βάσεις πεσσών στη μέση, ίσως το τέμενος του Οφέλτου. Νοτιότερα ακόμη βρίσκονται τα θεμέλια της παλαίστρας (20 x 36 μ.) και του γυμνασίου (20 x 85 μ.).
Τον χώρο του γυμνασίου κατέλαβε τον 7ο Μ.Χ. αι. μια μεγάλη τρίκλιτη βασιλική, κτισμένη με αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη, της οποίας σώζονται μόνο τα θεμέλια.
Πεντακόσια μέτρα ΝΑ του ναού, στους πρόποδες του λόφου, διακρίνονται η θέση του σταδίου και του θεάτρου, από τα οποία δεν σώθηκε κανένα αρχιτεκτονικό μέλος.
'Όλα αυτά τα οικοδομήματα κατασκευάστηκαν τον 4ο π.Χ. αι. οπότε τη διεύθυνση των αγώνων είχαν , ήδη από το 450 μετά την υποταγή των Κλεωνών, οι Αργείοι. Μετά τα μέσα του 3ου π.Χ. αι. Μόνο οι Αργείοι συμμετείχαν στις εορτές. Το ιερό σιγά - σιγά ερημώθηκε και ο ναός καταστράφηκε τελείως από σεισμούς.
Τα Νέμεα, ήταν πανελλήνιος γιορτή προς τιμή του Διός στην κοιλάδα της Νεμέας, που βρισκόταν μεταξύ των πεδιάδων των Κλεωνών και του Φλιούντος.
Σύμφωνα με την παράδοση, η περιοχή αυτή επιλέχτηκε ως τόπος εορτασμού των Νεμέων από τον Αργείο βασιλιά Άδραστο, επειδή στο σημείο εκείνο κατά τη διάρκεια της εκστρατείας των Επτά επί Θήβαις, συνάντησε τη βασίλισσα της Λήμνου Υψιπύλη με το γιο της Οφέλτη, γιο του ιερέως της Νεμέας Λυκούργου, και οδηγήθηκαν από αυτόν σε γειτονική πηγή επειδή διψούσαν. Ένα φίδι όμως δάγκωσε τον Οφέλτη και πέθανε.
Οι Αργείοι αρχηγοί ίδρυσαν τα Νέμεα προς τιμή του. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή τα Νέμεα ιδρύθηκαν από τον Ηρακλή σε ανάμνηση της νίκης του κατά του λέοντος της Νεμέας.
Τα Νέμεα γιορτάζονταν κάθε δύο χρόνια, το δεύτερο και τέταρτο έτος εκάστης Ολυμπιάδος, το μήνα Εκατομβαιώνα. Οι αγώνες διεξάγονταν εντός του ιερού χώρου του Ναού του Νεμείου Διός όπου υπήρχε ιππόδρομος και στάδιο.
Οι αγώνες διαρκούσαν πολλές ημέρες και – όπως σε όλες τις πανελλήνιες εορτές – επικρατούσε εκεχειρία.
Μετά τη θυσία στο Νέμειο Δία, άρχιζαν τα γυμνικά και ιππικά αγωνίσματα, τα οποία ήταν στάδιο, δόλιχος, δρόμος ίππειος, δρόμος οπλιτών, πάλη, πυγμή, παγκράτιο, πένταθλο, άρμα.
Για τους γυμνικούς αγώνες υπήρχαν τρεις κατηγορίες αθλητών, παιδιά, έφηβοι και άνδρες. Επίσης η γιορτή ήταν εμπλουτισμένη με αγώνες μουσικούς και δραματικούς, ενώ το έπαθλο των νικητών ήταν στεφάνι από χλωρό σέλινο.
Αρχικά αγωνοθέτες των Νεμέων ήταν οι Κλεωνείς, επειδή ο τόπος εκείνος ανήκε στη δικαιοδοσία των Κλεωνών.
Αργότερα όμως, από το 460 της αρχαίας χρονολόγησης ανέλαβαν τη διεξαγωγή της γιορτής οι Αργείοι.
Νέμεα επίσης διεξάγονταν στα Μέγαρα, στην Αίτνα της Σικελίας και στην Αγχίαλο της Θράκης.




Παλαιοχριστιανικός τάφος 6ος αιώνας Μ.Χ.
Τυπική ταφή της περιόδου, με το σώμα τοποθετημένο με το κεφάλι προς δυσμάς, κοιτώντας ανατολικά, σε ένα τάφο χτισμένο από απλές λίθινες πλάκες ( οι πλάκες στο πίσω μέρος βρίσκονται ακόμα στην θέση τους, οι πλάκες της κορυφής της σύγχρονης στέγης ήταν αρχικά τοποθετημένες πάνω από το σώμα ).
Ο σκελετός ανήκει σε γυναίκα, ηλικίας 60 – 70 ετών, η οποία είχε γεννήσει τουλάχιστον δυο παιδιά και υπέφερε από οστεοπόρωση και αρτηριοσκλήρωση.
Γεώργιος Λαμπής – Αρχαία Νεμέα, Ιούλιος 2009.


ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΙΟΥ ΑΣΤΡΟΥ


Στην κορυφή του υψώματος της αστεροειδούς χερσονήσου του Παράλιου Άστρους βρίσκεται το μεσαιωνικό κάστρο.
Ήταν φρούριο και η θέση του, του έδινε τη δυνατότητα οπτικής επαφής και φυσικά επικοινωνίας με φωτιές (φρυκτωρίες) με την Ακρόπολη των Μυκηνών, το Κάστρο της Ωριάς και με το κάστρο Οριόντα στο Κορακοβούνι..
Το 1256 Μ.Χ. ο Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος τελειοποίησε το φρούριο αυτό και πήρε τη μορφή του κάστρου. Στα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης του 1821 οι αδελφοί Ζαφειρόπουλοι (Ιωάννης, Κωνσταντίνος και Πάνος που ονομάστηκε Άκουρος, γιατί ορκίστηκε να μην κόψει τα γένια και τα μαλλιά του πριν ελευθερωθεί ο τόπος του), επισκεύασαν το κάστρο και έφτιαξαν τρεις κατοικίες που σώζονται μισοκατεστραμμένες.
Το κάστρο αντιμετώπισε με επιτυχία το στρατό του Ιμπραήμ.
Σήμερα στο χώρο διακρίνει κανείς την πύλη και το πυροβολείο του κάστρου σε καλή κατάσταση. Το εξωτερικό τείχος διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση.
΄Εχει γίνει μερική αποκατάσταση της ΒΔ πύλης, αποκατάσταση της σκάλας ανόδου της κεντρικής πύλης και σωστικές επεμβάσεις σε τμήματα του κάστρου περιμετρικά.

Τα σημαντικότερα μνημεία και αρχιτεκτονικά σύνολα είναι:

Κάστρο: Τετράπλευρης κάτοψης, κτισμένο με αμελή τοιχοδομία, διατηρεί μεγάλο τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου και έναν από τους οχυρούς του πύργους.

Οικία Πάνου Ζαφειρόπουλου μέσα στο κάστρο: ΄Εχει κτιστεί πάνω σε παλαιότερο, άγνωστης εποχής οικοδόμημα. Είναι ορθογώνιας κάτοψης. Ελαφρές ξυλοκατασκευές διαμόρφωναν επιμέρους χώρους στο εσωτερικό της.

Οικία Κωνσταντίνου Ζαφειρόπουλου: Αποτελείται από τέσσερα διαμερίσματα τοποθετημένα σε επαφή με το νότιο τοίχο του κάστρου ή κάθετα προς αυτόν. Διέθετε βοηθητικούς χώρους, αποχωρητήριο και στέρνες.

Οικία Ιωάννη Ζαφειρόπουλου: Σώζεται σε κακή κατάσταση. Τυπολογικά και μορφολογικά προσεγγίζει την οικία του Κωνσταντίνου Ζαφειρόπουλου.
Στο κάστρο σώζονται σε ερειπιώδη κατάσταση αρκετά άλλα κτίσματα άγνωστης εποχής και χρήσης.
Από το κάστρο, μπορεί κανείς να θαυμάσει όλο το παράλιο και ακόμα πιο πέρα.
Η θέα είναι φανταστική και αξίζει να το επισκεφθείτε.
Το μεσαιωνικό κάστρο του παράλιου άστρου βρίσκεται 30 λεπτά περίπου μετά το Ναύπλιο.







Γεώργιος Λαμπής – Παράλιο Άστρος, Κάστρο, Ιούλιος 2009.



Ο ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΑΤΡΕΩΣ


Ο θολωτός τάφος του Ατρέως δέσποζε στη δυτική πλαγιά της ράχης της Παναγίτσας, στα νοτιοδυτικά της ακρόπολης των Μυκηνών και επάνω στον οδικό άξονα, που συνέδεε τις Μυκήνες με το Ηραίο του Άργους.
Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους και τελειότερους μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους και τον πιο εντυπωσιακό από τους εννέα, που συνολικά έχουν βρεθεί στις Μυκήνες. Χρονολογείται μεταξύ του 1350 και του 1250 π.Χ. και θεωρείται ως ένα από τα ωριμότερα δείγματα του τύπου.
Είναι βέβαιο ότι χρησιμοποιήθηκε για την ταφή κάποιου σημαντικού μέλους της βασιλικής οικογένειας των Μυκηνών. Ήδη από την εποχή του περιηγητή Παυσανία (2ος αι. Μ.Χ.) οι κάτοικοι της περιοχής γνώριζαν το μνημείο ως «θησαυρό», δηλαδή ως θησαυροφυλάκιο του ιδρυτή της μυθικής μυκηναϊκής ακρόπολης, του Ατρέως. Μέχρι σήμερα ο τάφος είναι γνωστός και ως «θησαυρός του Ατρέως» ή «τάφος του Αγαμέμνονα».
Η πρόσβαση στον τάφο γινόταν μέσω του δρόμου, που έχει μήκος 36 μ. και πλάτος 6 μ, είναι λαξευμένος στο βράχο και επενδυμένος με λείους επιμήκεις λίθους από αμυγδαλόπετρα, τοποθετημένους σε οριζόντιες στρώσεις, κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα.
Στο ανατολικό του άκρο εδράζεται σε άνδηρο και ορίζεται από τοίχο κτισμένο με πώρινους λίθους. Ο δρόμος οδηγεί στο στόμιο του τάφου, που έχει μήκος 5,40 μ. Ήταν φραγμένο με συσσωρευμένες μικρές πέτρες έως την ξύλινη, δίφυλλη και πιθανόν επενδυμένη με χαλκό θύρα, ύψους 5,40 μ. και πλάτους 2,40 μ. Το υπέρθυρο της εισόδου αποτελούν δύο εξαιρετικά μεγάλοι λίθοι, από τους οποίους ο εσωτερικός έχει μήκος 8 μ., πλάτος 5 μ. και βάρος περίπου 120 τόνων.
Η πρόσοψη του τάφου, ύψους 10,50 μ. και πλάτους 6 μ., ήταν διακοσμημένη με ημικίονες σε δύο επίπεδα, κατασκευασμένους από πράσινο λίθο με ανάγλυφα στοιχεία.
Από αυτούς σήμερα σώζονται στην αρχική τους θέση μόνο οι τετράγωνες βάσεις εκατέρωθεν της εισόδου. Αλλεπάλληλες ταινίες από πράσινο και ερυθρό λίθο, επίσης με ανάγλυφη διακόσμηση από σπείρες και ρόδακες, κάλυπταν το κουφιστικό τρίγωνο. Τμήματα αυτής της διακόσμησης βρίσκονται σήμερα διάσπαρτα σε διάφορα μουσεία, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Αθηνών, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στο Μόναχο και στην Καρλσρούη.
Ο κυκλικός θάλαμος του τάφου, διαμέτρου 14,60 μ. και ύψους 13,40 μ., καλύπτεται με κυψελοειδή θόλο και είναι κτισμένος με 33 αλλεπάλληλες σειρές από λείους επιμήκεις αμυγδαλόλιθους, τέλεια συναρμολογημένους ώστε ο καθένας να εξέχει ελάχιστα από τον κατώτερο.
Ένας τελευταίος λίθος, το «κλειδί», φράζει την οπή στην κορυφή της θόλου εξασφαλίζοντας την ισορροπία και τη συνοχή της και είναι το μόνο στοιχείο όλης της κατασκευής που έχει αντικατασταθεί στη σύγχρονη εποχή.
Το εσωτερικό της θόλου διακοσμούσαν χάλκινοι ρόδακες στους αρμούς των λίθων, από τους οποίους έχουν παραμείνει στη θέση τους μόνο τα καρφιά από την τρίτη σειρά και επάνω.
Στη βόρεια πλευρά της θόλου ανοίγεται μικρός, ορθογώνιος, πλευρικός θάλαμος, λαξευμένος στο βράχο όπου έμπαινε κανείς από στενή είσοδο με ανασκουφιστικό τρίγωνο στο υπέρθυρο. Στο δάπεδό του ήταν λαξευμένοι δύο λάκκοι, ενώ δύο λίθινες βάσεις δείχνουν ότι και εδώ υπήρχαν κίονες.
Πιθανόν από εδώ να προέρχονται οι «ελγίνειες πλάκες» του Βρετανικού Μουσείου, κατασκευασμένες από γύψο και διακοσμημένες με ανάγλυφους ταύρους.
Παρόμοιο πλευρικό δωμάτιο υπάρχει μόνο σε δύο ακόμη βασιλικούς θολωτούς τάφους, σε αυτόν του Μίνιου στον Ορχομενό και στο θολωτό τάφο Α΄ των Αρχανών. Η όλη κατασκευή επάνω από τη θόλο καλυπτόταν με τύμβο, που δημιουργήθηκε με τη συσσώρευση χωμάτων και στηριζόταν στη βάση του περιμετρικά με τοίχο κτισμένο στην πρόσοψη με ορθογώνιους πωρόλιθους.
Μετά τη μυκηναϊκή εποχή το μνημείο δεν χρησιμοποιήθηκε πλέον ως τάφος. Αγγεία αρχαϊκής εποχής, που βρέθηκαν έναντι του τοίχου που στήριζε τον τύμβο, αποτελούν πιθανόν ίχνη προγονολατρίας.
Ο τάφος είχε ήδη λεηλατηθεί το 2ο αι. Μ.Χ., όταν τον επισκέφθηκε ο Παυσανίας και ήταν εν μέρει καταχωμένος, όταν στους περασμένους αιώνες βοσκοί τον χρησιμοποιούσαν ως καταφύγιο, αφαιρώντας το «κλειδί», προκειμένου να έχει διέξοδο ο καπνός από τις φωτιές τους, που άφησε τα ίχνη του στις παρειές της θόλου.
Από το 1998 βρίσκονται σε εξέλιξη οι εργασίες συντήρησης του μνημείου στο πλαίσιο του έργου «Συντήρηση-Στερέωση-Ανάδειξη των Μνημείων της Ακροπόλεως Μυκηνών και του Ευρύτερου Περιβάλλοντος Χώρου», που ανέλαβε αρχικά η Ομάδα Εργασίας Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου και από το 1999 και εξής η Επιτροπή Μυκηνών, που συγκροτήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού.



Γεώργιος Λαμπής – Μυκήνες, Ο θολωτός τάφος του Ατρέως, Ιούλιος 2009.