Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

ΚΑΣΤΡΟ ΜΕΘΩΝΗΣ Ι

Στο νοτιότατο άκρο της δυτικής ακτής της Πελοποννήσου βρίσκεται το απέραντο φρούριο της Μεθώνης. Στη μικρή χερσόνησο, που ήταν ήδη οχυρωμένη από την αρχαιότητα, υπήρχε πάντοτε μια πόλη, φημισμένη για το λιμάνι της. Ταυτίστηκε με την πόλη Πήδασο , την οποία αναφέρει ο Όμηρος με το επίθετο "αμπελόεσσα", σαν την τελευταία από τα επτά "ευναιόμενα πτολίεθρα", που ο Αγαμέμνονας προσέφερε στον Αχιλλέα για να κατευνάσει την οργή του. Ο Θουκυδίδης (2,25) σημειώνει πως η οχύρωση της πόλης στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431 π.Χ.) δεν ήταν ισχυρή.
Ο Παυσανίας ονομάζει την πόλη Μοθώνη -και τους κατοίκους Μοθωναίους- και αναφέρει πως πήρε το όνομά της είτε από την κόρη του Οινέα είτε από το μικρό νησάκι -που αργότερα οχυρώθηκεκαι που λεγόταν "Μόθων λίθος". Ο βράχος προστάτευε το λιμάνι της πόλης και συγχρόνως εμπόδιζε τη θάλασσα να αναταράσσεται με δύναμη. Στη Μεθώνη εγκαταστάθηκαν οι Ναυπλιείς μετά το τέλος του Β/ Μεσσηνιακού πολέμου, επειδή εκδιώχθηκαν από τους Αργείους σαν σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων. Και μετά την ανεξαρτησία, όμως, της Μεσσηνίας από τους Σπαρτιάτες (369 π.χ.) οι Ναυπλιείς συνέχισαν να κατοικούν στην περιοχή γιατί είχαν τηρήσει φιλική στάση απέναντι στους επαναπατριζόμενους Μεσσήνιους. Τον 4ο αι. π.Χ. η Μεθώνη ενισχύθηκε με καλύτερες οχυρώσεις και συνέχισε να παραμένει αυτόνομη μέχρι τα αυτοκρατορικά ρωμαϊκάχρόνια, οπότε γνώρισε την εύνοια ορισμένων αυτοκρατόρων. Στη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων εξακολουθούσε να παραμένει αξιόλογο λιμάνι και μια από τις σημαντικές πόλεις της Πελοποννήσου, έδρα ενωρίτατα επισκοπής.
Οι Βενετοί άρχισαν να έχουν βλέψεις για το λιμάνι της από τον 12ο αιώνα καθώς "βρισκόταν στη μέση του δρόμου Βενετίας Ανατολής". Στα 1125, μάλιστα, είχαν επιτεθεί εναντίον των πειρατών που την χρησιμοποιούσαν σαν καταφύγιο, επειδή είχαν αιχμαλωτίσει Βενετούς εμπόρους που επέστρεφαν από την Ανατολή. Όταν οι Φράγκοι πολιορκούσαν στα 1204 την Κωνσταντινούπολη, ο Γοδεφρείδος Α’ Βιλλεαρδουίνος παρασύρθηκε με το πλοίο του στη Μεθώνη, καθώς κατευθυνόταν στην Κωνσταντινούπολη και υποχρεώθηκε να περάσει τον χειμώνα στην περιοχή. Tότε δέχθηκε την πρόσκληση του τοπικού άρχοντα Ιωάννη Καντακουζηνού να τον βοηθήσει να καταλάβει τη Δυτική Πελοπόννησο και "η επιτυχία έστεψε τα όπλα αυτής της αφύσικης συμμαχίας". Όταν ο Καντακουζηνός πέθανε, ο γιός του προσπάθησε να διαλύσει τη συμμαχία, χωρίς επιτυχία, αφού ο Βιλλεαρδουίνος είχε καταλάβει πως η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Λατίνους θα ήταν εύκολο έργο. Αρχικά η Μεθώνη μαζί με την Κορώνη παραχωρήθηκαν στον Γοδεφρείδο. Βιλλεαρδουίνο.
Το Χρονικό του Μορέως αναφέρει την υποδοχή των κατοίκων στους Φράγκους.
"Εξέβησαν με τους σταυρούς, ομοίως με εικόνας
και ήλθαν κι επροσκύνησαν τον Καμπανέσην εκείνον
όλοι του υπομώσασιν δούλοι του ν/ αποθάνουν".
Το 1206, όμως, οι Βενετοί κατέλαβαν τις δυο πόλεις και η κυριαρχία τους επικυρώθηκε την άνοιξη του 1209 με συνθήκη που υπέγραψαν με τον Βιλλεαρδουίνο, ο οποίος έκανε όλες τις απαραίτητες παραχωρήσεις, που θα του εξασφάλιζαν τη βοήθεια της Βενετίας για την τελική υποταγή της Πελοποννήσου. Η ζωή οργανώθηκε και στη Μεθώνη, όπως στην Κορώνη, σύμφωνα με τα συμφέροντα της Βενετίας και οι δυο πόλεις έγινανοι φρουροί των συμφερόντων της, τα "κυριότερα μάτια της Δημοκρατίας" στους εμπορικούς και ναυτικούς δρόμους από και προς την Ανατολή. Οι Βενετοί οχύρωσαν τη Μεθώνη, που αναπτύχθηκε όπως και η Κορωνη, σε σημαντικό εμπορικό κέντρο με μεγάλη ευημερία. Στα βενετσιάνικα αρχεία υπάρχουν λεπτομερείς καταγραφές για την οργάνωση και τη διοίκηση των δύο μεσσηνιακών αποικιών της Βενετίας καθώς επίσης για την εικόνα που παρουσίαζαν στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα και κυρίως μετά το λοιμό, οπότε χρειάστηκε να αποικιστούν με "νέο σώμα αποίκων από τη μητρόπολη".
Φυσικό ήταν να προκαλέσει τις βλέψεις των Τούρκων, που, παρά τις συνθήκες με τη Βενετία, βολιδοσκοπούσαν την κατάκτηση της περιοχής, Ο Βαγιαζήτ Β/ στα τέλη του 1500 συγκέντρωσε τις δυνάμεις του εναντίον της Μεθώνης, "το Πόρτ-Σάιδ της Φράγκικης Ελλάδας, τον σπουδαίο ενδιάμεσο σταθμό μεταξύ Βενετίας και Άγιων Τόπων, όπου κάθε ταξιδιώτης σταματούσε κατά τη διαδρομή του στην Ανατολή. Ένας προσκυνητής που την επισκέφθηκε το 1484 θαύμασε τα γερά τείχη, τις βαθειές τάφρους και τους οχυρούς πύργους" δέκα χρόνια αργότερα ήταν πιο οχυρωμένη. Ο Βαγιαζήτ παρά τη στενή πολιορκία δεν θα μπορούσε να την εκπορθήσει, αν οι κάτοικοι ενθουσιασμένοι από την άφιξη ενισχύσεων δεν εγκατέλειπαν τα τείχη, γεγονός που εκμεταλλεύτηκαν οι γενίτσαροι και κατέλαβαν τον πύργο από το παλάτι του κυβερνήτη. Η πόλη παραδόθηκε στη φωτιά, ο Καθολικός επίσκοπος σκοτώθηκε την ώρα που μιλούσε στους πιστούς, ο ανδρικός πληθυσμός αποκεφαλίστηκε, οι γυναίκες και τα παιδιά πουλήθηκαν σαν δούλοι. Στις 9 Αυγούστου 1500 "η Μεθώνη έπεσε αφού παρέμεινε στα χέρια της Βενετίας τριακόσια περίπου χρόνια. Χαρούμενος για το έπαθλό του ο Βαγιαζίτ έκανε τον γενίτσαρο που πρωτανέβηκε στα τείχη σαντάκμπεη, δηλαδή επαρχιακό διοικητή, και την πρώτη Παρασκευή μετά την άλωση, όταν έσβησε η φωτιά, πήγε στη βεβηλωμένη μητρόπολη για να προσφέρει τις ευχαριστίες του στον θεό των μαχών, που, όπως ομολόγησε, όταν κοίταζε τη βαθειά τάφρο, του χρώσταγε την κατάκτηση αυτής της οχυρής πόλης". Η ερήμωση ήταν τέτοια ώστε διέταξε να σταλούν από "κάθε χωριό του Μοριά" οικογένειες για να αποκτήσει ξανά πληθυσμό η Μεθώνη. Τα τείχη επιδιορθώθηκαν και η περίοδος της πρώτης τουρκικής κατοχής άρχισε. Το 1531 στο λιμάνι της Μεθώνης πόδισαν οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη με σκοπό να καταλάβουν την άλλοτε βενετσιάνικη αποικία. Αρχικά κατόρθωσαν με σκευωρία να αποβιβαστούν και να εξουδετερώσουν τους φρουρούς. Η κατάληψη, όμως, του φρουρίου δεν ολοκληρώθηκε γιατί έφθασαν τουρκικές ενισχύσεις, που τους ανάγκασαν, αφού λεηλάτησαν την πόλη και συνέλαβαν 1600 αιχμαλώτους, να φύγουν. Στα 1572 τα παράλια της Μεθώνης απειλήθηκαν από τον Dοn Juan της Αυστρίας, που δεν μπόρεσε, όμως, τελικά να την καταλάβει. .
Σε όλη τη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα, παρόλο που η μορφή της Μεθώνης δεν έχει αλλάξει, η παρακμή σε όλους τους τομείς είναι εμφανής. Τον Ιούνιο του 1686 οι δυνάμεις του Μοροζίνι πολιόρκησαν τη Μεθώνη, την οποία στις 10 Ιουλίου οι Τούρκοι εγκατέλειψαν. Τα τείχη, που είχαν υποστεί σημαντική καταστροφή κατά την πολιορκία, επιδιορθώθηκαν και νέοι κάτοικοι στάλθηκαν για να ενισχύσουν το δυναμικό της πόλης. Η δεύτερη, όμως, αυτή περίοδος της Βενετοκρατίας δεν διήρκεσε πολύ. Το 1715 οι Τούρκοι πολιόρκησαν το κάστρο και οι Βενετοί υπερασπιστές τρομοκρατημένοι το εγκατέλειψαν φεύγοντας από την πύλη της θάλασσας. Σ’ αυτή τη δεύτερη περίοδο της Τουρκοκρατίας η παρακμή ολοκληρώθηκε. Όπως φαίνεται και από τις περιγραφές των περιηγητών ο πληθυσμός είχε μειωθεί, οι οχυρώσεις βρίσκονταν σε κακή κατάσταση και το λιμάνι είχε επιχωθεί. Το σημαντικότερο εμπόριο που διεξήγετο ήταν αυτό των σκλάβων! Η απογοήτευση που αισθάνονταν οι ταξιδιώτες της εποχής φθάνοντας στο λιμάνι της Μεθώνης, είναι φανερή και στο Οδοιπορικό του F. Chateaubriand, που θεωρεί την ιστορία της "άδοξη".
Το 1825 ο Ιμπραήμ κατέλαβε τη Μεθώνη και εγκαταστάθηκε στο διοικητήριο, πάνω από την είσοδο του κάστρου. Στο ίδιο κτίριο εγκαταστάθηκε το 1829 ο γάλλος στρατηγός Μαιζόν, που απελευθέρωσε και την πόλη μαζί με άλλες της Πελοποννήσου.
Σήμερα τα τείχη του φρουρίου, αν και ερειπωμένα εξακολουθούν να είναι επιβλητικά. Το κάστρο της Μεθώνης καταλαμβάνει ολόκληρη την έκταση του ακρωτηρίου της νοτιοδυτικής ακτής μέχρι το μικρό νησάκι, που επίσης οχυρώθηκε με οκταγωνικό πύργο και βρέχεται και από τις τρεις πλευρές από τη θάλασσα. Η βόρεια πλευρά του, αυτή που βλέπει προς την ξηρά, καταλαμβάνεται από μία ισχυρά οχυρωμένη ακρόπολη. Μια τάφρος βαθιά χωρίζει το κάστρο από την ξηρά και η επικοινωνία αρχικά γινόταν με ξύλινη γέφυρα. Οι Βενετοί επεξέτειναν τις αρχαίες οχυρώσεις και έκαναν διάφορες προσθήκες και επισκευές και στις δύο περιόδους που κατείχαν το κάστρο.
Η είσοδός του βρίσκεται στη μέση περίπου της βόρειας πλευράς και είναι προσιτή με μια πέτρινη γέφυρα από δεκατέσσερα τόξα, που χτίστηκε πάνω από την τάφρο από τους τεχνικούς της Expedition scientifique de Μοree, που συνόδευε τον στρατηγό Μαιζόν. Συγχρόνως ανακαινίστηκε και η πύλη, που με τη μνημειακή μορφή της αποτελεί ένα από τα εντυπωσιακότερα στοιχεία του κάστρου. Το άλλο είναι η έκτασή του. Η πύλη της εισόδου απολήγει σε ένα καμπυλόμορφο τόξο, και δεξιά και αριστερά φέρει παραστάδες με κορινθιακά κιονόκρανα. Θεωρείται έργο των Βενετών μετά το 1700.
Αριστερά και δεξιά της εισόδου διατηρούνται οι δυο μεγάλοι προμαχώνες. Στην ανατολική πλευρά είναι ο προμαχώνας που χτίστηκε από τον στρατηγό Antonio Loredan, κατά τη δεύτερη περίοδο της Βενετοκρατίας. Τότε διευρύνθηκε και η τάφρος, που περιέβαλε τις οχυρώσεις προς την πλευρά της στεριάς, και έγιναν εργασίες στο ανάχωμα, που φέρει και πλάκα με ανάγλυφο το Λιοντάρι του Αγίου Μάρκου. Στη δυτική άκρη βρίσκεται ο προμαχώνας Bembo , που χτίστηκε στη διάρκεια του 15ου αιώνα. Η βόρεια πλευρά του τείχους είχε πάρει την τελική της διαμόρφωση στις αρχές του 18ου αιώνα και αυτήν διατηρεί μέχρι σήμερα. Το ύψος του τείχους σ’ αυτή την πλευρά φθάνει τα 11 μέτρα περίπου και οι δύο προμαχώνες επικοινωνούσαν μεταξύ τους με ένα σκεπαστό πέρασμα. Το τείχος ενισχυόταν με τετράγωνους πύργους στη βορειοανατολική πλευρά και έναν μεγάλο στρογγυλό στη βορειοδυτική. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν καλοδουλεμένες πέτρες που έφεραν επίχρισμα από κονίαμα. Σε ορισμένα σημεία χρησιμοποιήθηκε αρχαίο οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση, ευδιάκριτο σήμερα σε έναν από τους πύργους της βόρειας πλευράς καθώς επίσης και στη νότια πλευρά του τείχους. Αμέσως μετά την κεντρική πύλη ανοίγεται ένας δρόμος, θολωσκέπαστος, που οδηγεί από μια δεύτερη πύλη και μετά σε μια τρίτη στο εσωτερικό του κάστρου, όπου βρισκόταν το κατοικημένο μέρος και χωριζόταν από το βόρειο τμήμα με ένα εγκάρσιο τείχος χαμηλού ύψους (6 μέτρα περίπου), ενισχυμένο με πέντε πύργους (τέσσερις τετράγωνους και έναν οκταγωνικό). Χρονολογικά ανήκει στηνπερίοδο μετά το 1500, όταν οι Τούρκοι προσπαθούσαν να ενισχύσουν τον πληθυσμό αλλά και την οχύρωση του κάστρου. Στο εσωτερικό σώζονται ερείπια από τα σπίτια στα οποία κατοικούσαν την περίοδο της ακμής οι βενετσιάνοι άρχοντες, ο πλακόστρωτος δρόμος που οδηγούσε στην πύλη της θάλασσας, τα ερείπια ενός τουρκικού λουτρού, της βυζαντινής εκκλησίας της ΑγίαςΣοφίας, κοντά στην οποία βρέθηκε μία πλάκα με λατινικά γράμματα (που χρονολογείται στα 1714), τμήματα δωρικών κιόνων, ένας μονολιθικός κίονας από γρανίτη (1493/4), αράβδωτος, με κιονόκρανο στην κορυφή του βυζαντινής τεχνοτροπίας, όπου υποτίθεται ότι ήταν στημένο είτε το φτερωτό λιοντάρι της Βενετίας ή η προτομή του Μοροζίνι. Γι/ αυτό και ονομάζεται "στήλη του Μοροζίνι". Στο κιονόκρανο υπήρχε επιγραφή, που σήμερα δεν σώζεται. Στα αριστερά της εισόδου βρίσκονται τα ερείπια του οικήματος το οποίο χρησιμοποίησε αρχικά σαν κατάλυμα ο Ιμπραήμ Πασάς το 1826 και αργότερά ο στρατηγός Μαιζόν. Οι Γάλλοι του απελευθερωτικού σώματος παρέμειναν στην περιοχή μέχρι το 1833 και σ’ αυτούς αποδίδεται η κατασκευή της εκκλησίας της Αγίας Σωτήρας, που σώζεται ακόμη μέσα στο κάστρο. Στο εσωτερικό του κάστρου διατηρούνται επίσης αρκετές δεξαμενές και τα λείψανα του νεκροταφείου των βρετανών αιχμαλώτων κατά τη διάρκεια του Β/ Παγκοσμίου πολέμου.
Στη νότια άκρη του οχυρωματικού περιβόλου υψώνεται η επιβλητική πύλη της θάλασσας, που πρόσφατα αναστηλώθηκε. Αποτελείται από δύο ψηλούς τετράγωνους πύργους (16 μέτρα) που επικοινωνούν μεταξύ τους με μία εξέδρα (18 περίπου μέτρα μήκος και 6 περίπου μέτρα πλάτος) η οποία στέφεται με επάλξεις. Στο κέντρο ανοίγεται η πύλη, που απολήγει στην κορυφή σε καμπύλο τόξο. Οι πύργοι είναι χτισμένοι με μεγάλους πωρόλιθους και στο εσωτερικό τους έφεραν δωμάτια. Από την πύλη, ένας πλακόστρωτος διάδρομος, πάνω από μια μικρή γέφυρα, οδηγεί στο μικρό οχυρωμένο νησάκι, το Μπούρτζι. Εδώ σφαγιάστηκαν πολλοί στρατιώτες και κάτοικοι της Μεθώνης, όταν το 1500 οι Τούρκοι κατέλαβαν το οχυρό.
Το Μπούρτζι χρονολογείται στην περίοδο μετά το 1500 και χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες εποχές και σαν φυλακή. Αποτελείταιαπό ένα διώροφο οκταγωνικό πύργο. Σε κάθε όροφο υπάρχει στηθαίο με οδοντωτές επάλξεις. Ο πύργος απολήγει σε ένα κυκλικό θόλο. Στον κάτω όροφο υπήρχε μία δεξαμενή και το όλο έργο, με μικρή αμυντική σημασία, χρονολογείται στην πρώτη περίοδο που οι Τούρκοι κατείχαν το φρούριο.
Η δυτική πλευρά των τειχών του οχυρωματικού περιβόλου είναι αμελέστερα κατασκευασμένη από τις άλλες. Το τείχος ήταν ενισχυμένο με πέντε τετράγωνους πύργους και χρονολογικά ανήκει στην πρώτη περίοδο, που οι Βενετοί κατείχαν το φρούριο. Η πλευρά αυτή με τα βράχια και την απότομη θάλασσα κάνει δύσκολα ευπρόσβλητο το κάστρο, γι/ αυτό ίσως στην κατασκευή του δεν δόθηκε μεγάλη προσοχή. Εξάλλου το τμήμα αυτό του κάστρου φαίνεται πως δέχθηκε τις λιγότερες καταστροφές καθώς και τις λιγότερες επισκευές. Εδώ αποκαλύφθηκαν, στη διάρκεια του Β/ Παγκοσμίου Πολέμου, μετά από έκρηξη, τμήματα καλοδουλεμένων δόμων από τα αρχαία τείχη της Μεθώνης. Αρχαίο οικοδομικό υλικό έχει χρησιμοποιηθεί και στα θεμέλια ενός από τους τετράγωνους πύργους. Στο εσωτερικό του τείχους διατηρούνται ερείπια τουρκικών πολεμικών εγκαταστάσεων.
Η ανατολική πλευρά των τειχών επίσης έφθανε αρχικά μέχρι τη θάλασσα. Σήμερα μπροστά σε αρκετό τμήμα της απλώνεται μια μεγάλη αμμουδιά. Παράλληλα με το ανατολικό τείχος, μέχρι το Μπούρτζι, υπήρχε μώλος και εκεί σχηματιζόταν το μικρό οχυρωμένο λιμάνι (mandrachio), ενώ το μεγάλο βρισκόταν στα βορειοανατολικά, όπου και μπορούσαν να τραβιούνται τα πλοία. Το τείχος και σ/ αυτήν την πλευρά ήταν ενισχυμένο με πύργους. Η μακρά ανατολική πλευρά δέχθηκε πολλές επισκευές, που έγιναν στις αρχικές βενετσιάνικες οχυρώσεις του 13ου αιώνα, κυρίως στη δεύτερη Βενετοκρατία και Τουρκοκρατία. Σε έναν από τους πύργους διατηρούνται τμήματα της βυζαντινής οχύρωσης. Στην άκρη της ανατολικής πλευράς υπήρχε μια μικρή πυλίδα προστατευμένη με πύργο. Στη νοτιοανατολική άκρη διατηρούνται τα ερείπια ενός τουρκικού πύργου.
Σε διάφορα σημεία της οχύρωσης σώζονται βενετσιάνικα εμβλήματα με το φτερωτό λιοντάρι του Αγίου Μάρκου και επιγραφές. Όπως στη βόρεια πλευρά του προμαχώνα Loredan, όπου υπάρχει πλάκα με επιγραφή από την εποχή που ο στρατηγός Loredan είχε αναλάβει διοικητής στην Πελοπόννησο. Στον βόρειο τοίχο του, δεξιά της κεντρικής εισόδου, υπάρχει επίσης πλάκα με τα εμβλήματα των οικογενειών Fοscarini, Foscolo και Bembo, στον οποίο η επιγραφή αποδίδει και την κατασκευή του προμαχώνα Bembo λίγο πριν το 1500.
Το κάστρο της Μεθώνης προβάλλει σήμερα έρημο κι απομονωμένο. Όταν οι χειμωνιάτικοι άνεμοι το χτυπούν τότε λένε οι ντόπιοι πως μπορείς να ακούσεις τις κραυγές των φυλακισμένων και των αδικοσκοτωμένων στο Μπούρτζι.
Η καλύτερη ώρα για να χαρεί κανείς τη Μεθώνη είναι το δειλινό από τον απέναντι λόφο. Τότε το φως του ήλιου, που ετοιμάζεται να χαθεί στην πλευρά του Ιονίου, γλυστράει πάνω στα ογκώδη τείχη στεφανώνοντάς τα με μουντές αποχρώσεις. Παντού κυριαρχεί μια άπιαστη γαλήνη.

ΠΗΓΗ: Κάστρα της Πελοποννήσου

ΚΑΣΤΡΟ ΜΕΘΩΝΗΣ ΙΙ

Το κάστρο της Μεθώνης αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα οχυρωματικά σύνολα του ελληνικού χώρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα καστροπολιτείας καταλαμβάνει ολόκληρη την έκταση στα ΝΔ παράλια της Πελοποννήσου, με ένα εξαιρετικό φυσικό λιμάνι, το οποίο κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους αποτελούσε σταθμό στο δρόμο των προσκυνητών για τους Αγίους Τόπους και των εμπορικών πλοίων από τη Δύση στην Ανατολή. Η περίοδος ακμής του κάστρου τοποθετείται στην περίοδο της Α΄Ενετοκρατίας (13ος-15ος αι.)
Στην αρχαιότητα η Μεθώνη ήταν γνωστή με το όνομα Πήδασος. Ο Όμηρος την αναφέρει ως μία από τις επτά πόλεις που ο Αγαμέμνονας προσέφερε στον Αχιλλέα για να κατευνάσει την οργή του και να τον πείσει να επιστέψει στη μάχη (Ιλιάδα , Ι 149-153). Ο Παυσανίας (Μεσσηνιακά ΙV , 35 , 1) και ο Στράβωνας (Γεωγραφικά 8 , 359-360) την ονομάζουν Μοθώνη και την ταυτίζουν με την ομηρική πόλη. Χαρακτηριστική είναι και η αναφορά του Θουκυδίδη για τα ασθενή τείχη της οχυρωμένης πόλης τον 5ο αι., η μορφή και η έκταση της οποίας παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστη.
Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους η πόλη κερδίζει την αυτονομία της από τον αυτοκράτορα Τραϊανό και ενισχύεται με καλύτερες οχυρώσεις. Ο Παυσανίας μάλιστα αναφέρει την ύπαρξη ναού της Αθηνάς Ανεμώτιδος και ιερού της Άρτεμης, ενώ από την πόλη σώζονται νομίσματα που απεικονίζουν το λιμάνι της. Κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο το λιμάνι της Μεθώνης γνωρίζει μεγάλη ακμή ως εμπορικό κέντρο και σταθμός ανεφοδιασμού των πλοίων. Κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο μια σειρά από σφραγίδες που χρονολογούνται από τον 9ο ως τον 13ο αιώνα μας δίνουν πληροφορίες για τους κρατικούς και εκκλησιαστικούς λειτουργούς της πόλης.
Οι Ενετοί πρωτοεμφανίζονται στο ιστορικό σκηνικό κατά τον 11ο αιώνα, όταν αποκτούν προνόμια σχετικά με την ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων τους σε διάφορες πόλεις-λιμάνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας μεταξύ των οποίων και η Μεθώνη. Με την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους το 1204 (Δ΄Σταυροφορία) και η Μεθώνη θα δοκιμάσει την κυριαρχία τους. Η φραγκοκρατία θα διαρκέσει ως το 1206, οπότε η Μεθώνη καταλαμβάνεται από τους Ενετούς και με συνθήκη που υπεγράφη το 1209 εξασφαλίζεται η κυριαρχία τους στην πόλη.
Κατά την πρώτη Ενετική περίοδο η ζωή στη Μεθώνη οργανώθηκε σύμωνα με τα συμφέροντα της Βενετίας. Η πόλη οχυρώθηκε και αναπτύχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο αφού ορίζεται ως υποχρεωτικός σταθμός για όλα τα βενετικά πλοία που ταξίδευαν στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ακμάζουσα αυτή περίοδος για την Μεθώνη λήγει τον Αύγουστο του έτους 1500 όταν, μετά από αιματηρή πολιορκία, καταλαμβάνεται από τους Οθωμανούς. Η πρώτη περίοδος της Τουρκοκρατίας θα διαρκέσει ως το 1686 όταν η πόλη πολιορκήθηκε από τον Μοροζίνι και επανήλθε στην κατοχή των Βενετών. Το 1715 οι Οθωμανοί γίνονται για δεύτερη φορά κάτοχοι της Μεθώνης, ο πληθυσμός της οποίας αυξήθηκε καθώς και η εμπορική κίνηση στο λιμάνι.
Στην διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης το κάστρο της Μεθώνης δεν κατελήφθη από τους Έλληνες επαναστάτες, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες που είχαν καταβάλλει, λόγω της σθεναρής αντίστασης του οχυρωμένου οθωμανικού πληθυσμού. Το 1825 αποβιβάστηκε στο λιμάνι της πόλης ο Ιμπραήμ και εγκαταστάθηκε εντός του κάστρου, το οποίο έγινε ορμητήριο των Αιγυπτίων κατά την διάρκεια της εκστρατείας τους στην Πελοπόννησο. Οι Αιγύπτιοι θα παραδοθούν αμαχητί το 1828 στο γαλλικό εκστρατευτικό σώμα του οποίου ηγείτο ο στρατηγός Μαιζών. Ο οικισμός τότε μεταφέρεται εκτός των τειχών, γίνεται το ρυμοτομικό σχέδιο πόλης ενώ το κάστρο που για αιώνες υπήρξε το κέντρο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πόλης ερημώνεται.
Το λιμάνι και το κάστρο της Μεθώνης αποτέλεσαν για αιώνες έναν σπουδαίο γεωπολιτικό κόμβο για τους εκάστοτε κατόχους της, οικονομικό για τις εμπορικές συναλλαγές και συγκοινωνιακό για τους περιηγητές στη Μεσόγειο και τους προσκυνητές στους Αγίους Τόπους.
Το Κάστρο της Μεθώνης - εκτάσεως 93 στρεμμάτων περίπου - αποτελείται από δύο τμήματα. Στα νότια απλώνεται η πόλη, που περικλείεται από απλό τείχος με πύργους σε τακτά διαστήματα ενώ στο βόρειο τμήμα, που είναι ενισχυμένο αμυντικά, καθότι είναι το πλέον ευπρόσβλητο, αναπτύσσεται το φρούριο της πόλης, έδρα του κατά καιρούς στρατιωτικού διοικητή. Τα δύο τμήματα χωρίζονται με ένα ενδιάμεσο χαμηλό τείχος που ενισχύεται με πέντε πύργους.
Τα τείχη του φρουρίου προστατεύονται από ευρεία τάφρο και ενισχύονται από δύο προμαχώνες που δεσπόζουν στη βόρεια πλευρά του κάστρου. Στο μέσο της ίδιας πλευράς ανοίγεται η κεντρική πύλη εισόδου που είναι κατασκευασμένη από ορθογώνια λαξευμένους πωρόλιθους και φέρει περίτεχνη διακόσμηση στις παραστάδες της. Το κάστρο έχει ακόμα έξι πύλες εκ των οποίων τρεις βρίσκονται προς την πλευρά του λιμανιού. Οι περισσότερες από τις πύλες ανοίγονται στο ισόγειο πύργου και προστατεύονται από καταφραγές και καταχύστρες.
Τα τείχη του κάστρου κατασκευάζονται από αδρά λαξευμένους λίθους με ισχυρό συνδετικό ασβεστοκονίαμα, έχουν επάλξεις που είναι προσιτές από τον περίδρομο στον οποίο η πρόσβαση γίνεται από το εσωτερικό των δύο τμημάτων του κάστρου. Τα τείχη ενισχύονται κατά διαστήματα με πύργους, οι περισσότεροι εκ των οποίων σώζονται σε πολύ χαμηλό ύψος. Ανάλογα με τις ανάγκες και τις εξελίξεις της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής για την αντιμετώπιση των νέων απαιτήσεων της πολεμικής τέχνης, τα τείχη ενισχύονται ή ανακατασκευάζονται .
Εντός του κάστρου διατηρούνται διάφορα κτίσματα. Σε κεντρικό του τμήμα γνωστό ως "πλατεία των όπλων" υπάρχει ο Ι.Ν Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, μονόχωρος ξυλόστεγος ναός που πιθανόν κατασκευάστηκε κατά την διάρκεια της Β΄Ενετοκρατίας. Πλησίον αυτού και σε επαφή με το δυτικό τείχος υπάρχει τετράγωνο οικοδόμημα μικρών διαστάσεων με πυραμιδοειδή κάλυψη το οποίο χρησίμευε ως πυριτιδαποθήκη και χρονολογείται κατά την πρώτη Ενετική περίοδο. Κατά μήκος της κεντρικής διαδρομής του κάστρου σώζονται δύο οθωμανικά λουτρά τα οποία αποτελούνται από πολλές θολοσκεπείς αίθουσες, κάθε μια εκ των οποίων είχε διαφορετικές χρήσεις (αποδυτήριο, χλιαρή αίθουσα, ζεστή αίθουσα). Χρονολογούνται κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας. Σε κοντινή απόσταση διατηρείται η βάση του μιναρέ από ένα κατεστραμμένο πλέον τζαμί. Το τέμενος χτίστηκε στη θέση μιας τρίκλιτης βασιλικής, οι εξωτερικοί τοίχοι της οποίας ενισχύονταν με αντηρίδες. Πιθανόν πρόκειται για τον ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.
Χαρακτηριστικό αρχιτεκτόνημα της Μεθώνης είναι το Μπούρτζι, μικρό επιθαλάσσιο οχυρό, κτισμένο σε μικρή νησίδα στα νότια του κάστρου. Αποτελείται από έναν οκτάπλευρο πύργο, ο οποίος περιβάλλεται από χαμηλό οκτάπλευρο τείχος. Ο πύργος δομείται σε δύο επίπεδα και καλύπτεται με ημικυλινδρικό τρούλο. Το ισόγειο του καταλαμβάνει τετράπλευρη κινστέρνα. Κεκλιμένο επίπεδο οδηγεί τόσο στον περίδρομο του περιμετρικού τείχους όσο και στον όροφο του πύργου, όπου διαμορφώνεται αίθουσα με κανονιοθυρίδες περιμετρικά. Στους εσωτερικούς τοίχους διακρίνονται οι δοκοθήκες που θα στήριζαν τέσσερα ξύλινα πατώματα, σήμερα κατεστραμμένα. Η οικοδόμηση του οχυρού άρχισε λίγο πριν το 1500 από τους Ενετούς και ολοκληρώθηκε από τους Οθωμανούς κατά τον 16ο αιώνα. Το Μπούρτζι αποτέλεσε τμήμα της θαλάσσιας οχύρωσης της Μεθώνης και εξυπηρέτησε διάφορους σκοπούς ανά εποχές: χρησιμοποιήθηκε ως έδρα της φρουράς για τον έλεγχο του λιμανιού, ως φάρος, φυλακή, αλλά και καταφύγιο των κατοίκων σε περιόδους πολιορκίας.
Οι περισσότερες μαρτυρίες για το κάστρο της Μεθώνης προέρχονται κυρίως από τους περιηγητές και προσκυνητές που χρησιμοποιώντας το λιμάνι της ως αναγκαίο θαλασσινό κόμβο στα ταξίδια τους κατέγραψαν τις εντυπώσεις τους και από τους ζωγράφους και χαρτογράφους που σκέφτηκαν να απεικονίσουν το κάστρο, προσφέροντας έτσι πολύτιμη γνώση για τον τρόπο εξέλιξης της μορφής του.
 
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΗΣ - ΚΑΣΤΡΟ ΜΕΘΩΝΗΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012
 

ΚΑΣΤΡΟ ΜΕΘΩΝΗΣ ( ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ )






































 
ΕΡΡΟΔΙΣ Η ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ ΞΕΦΕΞΕΝ Η ΔΥΣΗ
ΓΕΜΙΣΑΝ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΔΡΟΣΙΑ ΚΙ ΟΙ ΝΕΡΑΝΤΣΟΥΛΕΣ ΑΝΘΗ.
ΣΗΜΑΔΙΑ ΕΔΕΙΞΕ ΟΥΡΑΝΟΣ, Η ΑΡΜΑΤΑ ΚΑΤΑΒΑΙΝΕΙ
ΜΕ ΞΗΝΤΑΠΕΝΤΕ ΚΑΤΕΡΓΑ, ΜΕ ΞΗΝΤΑΔΥΟ ΦΕΡΓΑΔΕΣ,
ΚΑΙ ΠΑΓΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝΕ ΜΟΘΩΝΗΝ ΚΑΙ ΚΟΡΩΝΗΝ.
ΜΟΘΩΝΗ,ΔΟΣ ΜΑΣ ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ, ΚΟΡΩΝΗ ΠΑΡΑΔΩΣΟΥ.
ΓΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΑΤΡΑ ΝΑ ΣΚΙΑΧΘΩ, ΒΟΣΤΙΤΣΑ ΝΑ ΚΙΟΤΕΥΣΩ
ΓΩ ΕΙΜ ΚΟΡΩΝΗ ΞΑΚΟΥΣΤΗ, ΜΟΘΩΝΗ ΠΑΙΝΕΜΕΝΗ
ΜΑ ΕΧΩ ΚΑΙ ΚΟΡΩΝΟΠΑΙΔΑ, ΟΛΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΑΔΕΣ,
ΣΤΑ ΔΟΝΤΙΑ ΣΥΡΟΥΝ ΤΟ ΣΠΑΘΙ, ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟ ΝΤΟΥΦΕΚΙ
ΘΕ ΝΑ ΒΑΣΤΑΞΩ ΠΟΛΕΜΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΟΥΣ!
 
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΗΣ - ΚΑΣΤΡΟ ΜΕΘΩΝΗΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012

ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΣΣΗΝΗ

H ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑ
 
Όλα τα οικοδομήματα της Μεσσήνης έχουν τον ίδιο προσανατολισμό και εντάσσονται μέσα στον κάνναβο που δημιουργείται από οριζόντιους (με κατεύθυνση Ανατολή-Δύση) και κάθετους (με κατεύθυνση Βορρά-Νότου) δρόμους. Το πολεοδομικό αυτό σύστημα είναι γνωστό ως ιπποδάμειο, από τον αρχικό εμπνευστή και δημιουργό του αρχιτέκτονα,πολεοδόμο, γεωμέτρη και αστρονόμο του 5ου αιώνα π.Χ., τον Ιππόδαμο από τη Μίλητο. Αξιοσημείωτο είναι ότι το προκαθορισμένο αυτό σχήμα που στηρίζεται στις αρχές της ισονομίας, της ισοπολιτείας και της ισομοιρίας, στις αρετές δηλαδή του δημοκρατικού πολιτεύματος, και χαρακτηρίζεται από ακραίο γεωμετρισμό, προσαρμοζόταν κάθε φορά στις ειδικές γεωμορφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες του τόπου, ενταγμένο αρμονικά στο φυσικό περιβάλλον.
Η βασική ιδέα του ιπποδάμειου πολεοδομικού συστήματος που πηγάζει από το ιδεώδες της δημοκρατίας είναι: όλοι οι πολίτες να έχουν ισομεγέθη και εξίσου κατάλληλα οικόπεδα και να έχουν πρόσβαση στα δημόσια και ιερά οικοδομήματα, στους κοινόχρηστους δηλαδή χώρους, που επιβάλλονται με τις μνημειακές τους διαστάσεις και τον πλούσιο διάκοσμο. Πάνω σε αυτές ακριβώς τις αρχές οικοδομήθηκε το 369 π.Χ. από τον Θηβαίο Επαμεινώνδα και τους Αργείους συμμάχους του η νέα πρωτεύουσα της αυτόνομης Μεσσηνίας, που οφείλει το όνομα της στην πρώτη μυθική προδωρική βασίλισσα της χώρας, τη Μεσσήνη, κόρη του αργείου βασιλιά Τρίοπα και σύζυγο του Λάκωνα Πολυκάονος.
Στη βασίλισσα Μεσσήνη αποδίδεται κατά την παράδοση και η ίδρυση του ιερού του Διός Ιθωμάτα στην κορυφή της Ιθώμης (Παυσανίας 4.26-33). Ο Παυσανίας μας πληροφορεί επίσης ότι ήδη επί της βασιλείας του Γλαύκου (10ος αι. π.Χ.) η Μεσσήνη θεοποιείται και λατρεύεται. Αναδείχθηκε σε μια από τις κύριες θεότητες της πόλης μαζί με τον Δία Ιθωμάτα στα ελληνιστικά χρόνια (3ος-2ος αι. π.Χ.), όταν κατασκευάστηκε το Ασκληπιείο, όπου συλλατρεύτηκε με τον Ασκληπιό, χθόνια επίσης θεότητα και συνδεόμενη ιστορικά με το προδωρικό παρελθόν της χώρας.
 
ΟΙ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ
 
H Iθώμη ήταν το ισχυρότερο φυσικό και τεχνητό οχυρό της Mεσσηνίας, που ήλεγχε τις κοιλάδες της Στενυκλάρου προς Bορράν και της Mακαρίας προς Nότον. Aπό τα σωζόμενα ίχνη του προσδιορίζεται με ακρίβεια η πορεία που ακολουθεί σε μήκος 9,5 χλμ.
Xρησιμοποιήθηκαν μεγάλοι ορθογώνιοι ασβεστόλιθοι λατομημένοι επί τόπου πάνω στον βραχώδη όγκο της Iθώμης, όπου σώζονται πολλές θέσεις με ίχνη εξόρυξης. Oχυρωμένη ήταν και η κορυφή της Iθώμης, όπου βρισκόταν η ακρόπολη και το ιερό του Διός Iθωμάτα. Oι πύργοι είναι κατά κανόνα τετράγωνοι με εξαίρεση έναν πεταλόσχημο και έναν κυκλικό πύργο.
 
Η ΛΑΚΩΝΙΚΗ ΠΥΛΗ
 
H ανατολική Λακωνική Πύλη δεν σώζεται. Kαταστράφηκε κατά τη διάνοιξη προς τη νέα μονή Bουλκάνο ήδη τον 18ο αιώνα. Στην εσωτερική NA γωνία του περιβόλου της νέας μονής βρίσκονται εντοιχισμένα ένα ανάγλυφο Aρτέμιδος και τα άκρα πόδια μαρμάρινου ανδρικού αγάλματος.
 
Η ΑΡΚΑΔΙΚΗ ΠΥΛΗ
 
Σώζεται αρκετά καλά και αποτελεί το σήμα κατατεθέν της πόλης από την εποχή των πρώτων περιηγητών που την απεικόνισαν επανειλημμένα στις χαλκογραφίες τους. Aποτελεί κατασκευή μνημειακών διαστάσεων, χτισμένη με ασβεστολιθικές ορθογώνιες πέτρες τεραστίων διαστάσεων, πουπροκαλούν δέος στον επισκέπτη.
Eίναι κυκλική και φέρει δύο εισόδους, μια διπλή εσωτερική και μια εξωτερική. Δύο τετράγωνοι πύργοι προστάτευαν από δεξιά και αριστερά την εξωτερική είσοδο. Στον εσωτερικό κυκλικό χώρο υπάρχει ανά μία κόγχη δεξιά και αριστερά της εισόδου, όπου ήταν στημένες ερμαϊκές στήλες. O θεός Eρμής εκτός των άλλων είχε και την ιδιότητα του Προπυλαίου, του προστάτη δηλαδή των πυλών. Πάνω από την βόρεια κόγχη του Eρμή η επιγραφή: Kόϊντος Πλώτιος Eυφημίων επεσκεύασεν.
 
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
 
Το πρώτο μνημείο που συναντά κανείς κατηφορίζοντας από το Μουσείο προς τον αρχαιολογικό χώρο είναι το θέατρο. Χρησιμοποιόταν και για μαζικές συγκεντρώσεις πολιτικού χαρακτήρα. Μέσα στο θέατρο έλαβε χώρα η συνάντηση του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Ε' και του Αράτου του Σικυώνιουτο 214 π.Χ. Σύμφωνα επίσης με μαρτυρία του Λιβίου (39.49.6-12), πολλοί κάτοικοι της Μεσσήνης συγκεντρώθηκαν στο θέατρο της πόλης, απαιτώντας να μεταφερθεί εκεί σε κοινή θέα ο περίφημος στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας Φιλοποίμην ο Μεγαλοπολίτης, που είχε αιχμαλωτιστεί από τους Μεσσήνιους το 183 π.Χ. Το κοίλο εδράζεται σε τεχνητή επίχωση συγκροτούμενη από ισχυρό ημικυκλικό ανάλημμα.
Την εντύπωση της φρουριακής δόμησης ενισχύουν οι υψηλές οξυκόρυφες πυλίδες με τα κλιμακοστάσια ανόδου. Αυτά τα στοιχεία, καθώς και το γεγονός ότι το ανάλημμα του κοίλου ήταν στο σύνολο του ορατό και προσιτό από έξω, καθιστούν το θέατρο της Μεσσήνης ιδιάζουσα περίσωση που προοιωνίζει τα κολοσσιαία θέατρα και αμφιθέατρα της ρωμαϊκής περιόδου. Σώζεται μεγάλο μέρος του δυτικού αναλήμματος του κοίλου, το οποίο φέρει οξυκόρυφες πυλίδες σε κανονικές μεταξύ τους αποστάσεις (ανά 20 μ. περίπου), οι οποίες οδηγούσαν με κλιμακοστάσια προς το άνω διάζωμα. Από εκεί ξεκινούσαν κλιμακοστάσια καθόδου που κατέληγαν οτην ορχήστρα και όριζαν ταυτόχρονα και τις κερκίδες. Η εξωτερική όψη του αναλήμματος είναι κτισμένη όπως ακριβώς οι πύργοι και ο οχυρωματικός περίβολος της πόλης.
 
H ΚΡΗΝΗ ΑΡΣΙΝΟΗ
 
Ανάμεσα στο Θέατρο και την Αγορά, αποκαλύφθηκε μεγάλη Κρήνη. Ο περιηγητής Παυσανίας (4. 31.6) μας πληροφορεί ότι η Κρήνη της αγοράς είχε το όνομα της Αρσινόης, κόρης του μυθικού βασιλιά της Μεσσηνίας Λεύκιππου και μητέρας του Ασκληπιού, και ότι δεχόταν νερό από την πηγή Κλεψύδρα. Η Κρήνη περιλαμβάνει μακρόστενη δεξαμενή μήκους 40μ. περίπου, η οποία βρίσκεται σε μικρή απόσταση μπροστά από αναλημματικό τοίχο. Μεταξύ δεξαμενής και αναλήμματος υπήρχε αβαθής στοά από ιωνικούς ημικίονες. Ημικυκλικό βάθρο (εξέδρα) στο μέσον ακριβώς της δεξαμενής έφερε σύνταγμα χάλκινων ανδριάντων. Δύο ακόμη δεξαμενές βρίσκονται σε χαμηλότερο ελαφρώς επίπεδο από την πρώτη, συμμετρικά τοποθετημένες εκατέρωθεν πλακόστρωτου αίθριου. Η πρόσοψη της πρώτης οικοδομικής φάσης της κρήνης (τέλη 3ου αι. π.Χ.) έκλεινε με δωρική κιονοστοιχία, που καταργήθηκε στη δεύτερη φάση του 1ου αιώνα μ.Χ.
Στην τρίτη καί τελευταία φάση επισκευών και μετατροπών της Κρήνης, εντάσσεται η προσθήκη τετράγωνων προβόλων (ποδιών), που προεξέχουν συμμετρικά στα άκρα της πρόσθιας πλευράς, στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305 μ,Χ.). Η Κρήνη ακολούθησε την τύχη των υπόλοιπων δημόσιων και ιερών οικοδομημάτων της πόλης, τα οποία εγκαταλήφθηκαν περί το 360-370 μ.Χ. Το ανατολικό τμήμα της Κρήνης παρέμεινε όρθιο και χρησιμοποιήθηκε κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο, όπως δείχνουν οι κατασκευές στην άνω δεξαμενή και το οικοδόμημα (πιθανώς υδρόμυλος) που κτίσθηκε μπροστά από την Κρήνη στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα μ.Χ.
 
Η ΑΓΟΡΑ
 
Με την Αγορά και συγκεκριμένα με τον ναό του Διός Σωτήρος, το άγαλμα του οποίου μνημονεύει ο Παυσανίας (4.31. 6), πρέπει να σχετίζονται θραύσματα θωρακίου από ντόπιο ψαμμιτικό επιχρισμένο πωρόλιθο, που φέρουν μέσα σε ρομβοειδές πλαίσιο τον φτερωτό κεραυνό του Διός. Από τον ναό του Ποσειδώνος, που επίσης μνημονεύει ο Παυσανίας, προέρχονται διάσπαρτα πώρινα δωρικά μέλη και ανάγλυφες μετόπες, μια από τις οποίες, του 3ου αιώνα π.Χ., εικονίζει τη δεμένη σε βράχο Ανδρομέδα και τον δράκοντα φύλακα της. Μια άλλη παριστάνει σε ανάγλυφο, επίσης του 3ου αιώνα π.Χ., θαλάσσιο ίππο με κολοσσιαία στριφογυριστή ψαροουρά, που φέρει στη ράχη του Τρίτωνα ή Νηρηίδα. Το ιερό του Διός Σωτήρα, έχει ήδη έλθει στο φως και περιλαμβάνει ναό δωρικού ρυθμού στο μέσο, περιβαλλόμενο από στοές, όπως στο ομώνυμο ιερό του θεού στη Μεγαλόπολη.
 
ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΣΚΟΥΡΩΝ
 
Στο ΝΔ πέρας της Αγοράς, κοντά στο Ασκληπιείο αποκαλύφθηκε οικοδόμημα, διαστάσεων 24x24 μ. Η ανασκαφή στο εσωτερικό του έφερε στο φως τα θεμέλια λατρευτικού κτίσματος του 4ου-3ου αιώνα π.Χ., περιβαλλόμενου από προσκτίσματα. Κάτω από τα δάπεδα των χώρων του κεντρικού κτίσματος αποκαλύφθηκε τεράστιος αριθμός πήλινων αναθηματικών πλακιδίων και ειδωλίων, των οποίων το θεματολόγιο παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Τα πλακίδια είχαν απορριφθεί μαζί με τα θράυσματα αγγείων και οστά ζώων μέσα σε κοιλότητες του φυσικού πετρώματος. Είναι βέβαιο ότι το ιερό ήταν αφιερωμένο στη λατρεία Ήρωος αρχικά και γυναικείας χθόνιας θεότητας-της Δήμητρας- σε συνέχεια. Ο Παυσανίας (4.31.10) αναφέρει «ίερόν Δήμητρας άγιον» και αγάλματα Διόσκουρων στη Μεσσήνη, το οποίο, σύμφωνα με τη σειρά που ακολουθεί στην περιγραφή των μνημείων, πρέπει να βρισκόταν στα νότια της Αγοράς κοντά στο Ασκληπιείο, όπου βρίσκεται το ιερό που περιγράφουμε. Στην οικοδομική επιγραφή των χρόνων του Αυγούστου-Τιβερίου από το Σεβάστειο αναφέρεται και επισκευή του ιερού της Δήμητρας.
 
ΤΟ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ
 
O Παυσανίας παρουσιάζει το Aσκληπιείο ως μουσείο έργων τέχνης, κυρίως αγαλμάτων και όχι ως συνηθισμένο τέμενος θεραπείας ασθενών. Ήταν ο επιφανέστερος χώρος της Mεσσήνης, κέντρο της δημόσιας ζωής της πόλης, που λειτουργούσε παράλληλα με την παρακείμενη αγορά. Περισσότερα από 140 βάθρα για χάλκινους ανδριάντες πολιτικών κυρίως προσώπων και πέντε εξέδρες περιβάλλουν το δωρικό ναό και το βωμό, ενώ πολλά είναι τοποθετημένα και κατά μήκος των στοών. Ένας σχεδόν τετράγωνος υπαίθριος χώρος (71,91X66,67μ.) πλαισιώνεται εσωτερικά από τέσσερις στοές, ανοιχτές προς τον κεντρικό υπαίθριο χώρο. Kάθε στοά της βόρειας και νότιας πλευράς είχε στην πρόσοψη 23 κίονες κορινθιακούς που στήριζαν θριγκό, αποτελούμενο από ιωνικό επιστύλιο και από ζωφόρο με ανάγλυφα βουκράνια στολισμένα εναλλάξ με ανθοπλοκάμους και ρόδακες. Όμοιες ήταν και οι στοές της ανατολικής και δυτικής πλευράς, αλλά με 21 κίονες η καθεμία. Σε κάθε στοά υπήρχε δεύτερη εσωτερική κιονοστοιχία με 14 κίονες στην βόρεια και τη νότια πλευρές και 13 στην ανατολική και δυτική.
Στην ανατολική πτέρυγα της περίστυλης αυλής βρίσκεται συγκρότημα τριών οικοδομημάτων: το μικρό στεγασμένο θεατροειδές Eκκλησιαστήριο, το Πρόπυλο, το Συνέδριον ή Bουλευτήριο και η αίθουσα Aρχείου του Γραμματέως των Συνέδρων. Kατά μήκος της δυτικής πτέρυγας βρίσκεται σειρά δωματίων-Oίκων που σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία περιείχαν αγάλματα των εξής θεοτήτων κατά σειρά από Nότο προς Bορρά: Aπόλλωνος και Mουσών , Hρακλή-Θήβας-Eπαμεινώνδα (Oίκος N), Tύχης (Oίκος M), Aρτέμιδος Φωσφόρου (Oίκος K).
Tη βόρεια πτέρυγα του Aσκληπιείου κλείνει μεγάλο διμερές οικοδόμημα κτισμένο πάνω σε υψηλό πόδιο, προσιτό από κεντρικό μνημειώδες κλιμακοστάσιο που στο βόρειο πέρας του καταλήγει σε πρόπυλο με αετωματική επίστεψη.Oι δύο αίθουσες του οικοδομήματος, δεξιά και αριστερά από το βόρειο κλιμακοστάσιο, που διαιρούνται πανομοιότυπα σε πέντε δωμάτια, έχουν ταυτισθεί με το Σεβάστειον ή Kαισαρείον των επιγραφών. Ήταν αφιερωμένες στη λατρεία της θεάς Pώμης και των αυτοκρατόρων. Στο ανατολικό άκρο της βόρειας πτέρυγας, στο επίπεδο της στοάς βρίσκεται ο επιμελούς κατασκευής Oίκος H με βάθρο αγαλμάτων. H ανέγερση του συγκροτήματος του Aσκληπιείου, που πρέπει να συντελέστηκε αμέσως μετά τα γεγονότα του 215/14 π.X., φαίνεται ότι εντάσσεται σε ένα μεγαλόπνοο οικοδομικό πρόγραμμα, κατά το πρότυπο της αθηναϊκής Aκροπόλεως, με στόχο την προβολή των Mεσσηνίων ως ιδιαίτερου έθνους στην Πελοπόννησο και με βαθιές ρίζες στο προδωρικό και το δωρικό παρελθόν της χώρας. Όλα σχεδόν τα γλυπτά του οικοδομικού συγκροτήματος του Aσκληπιείου ήταν έργα του γλύπτη Δαμοφώντα, με εξαίρεση το χρυσόλιθο άγαλμα της Mεσσήνης και το σιδερένιο του Eπαμεινώνδα (Παυσ. 4.31.10).
 
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΩΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ
 
Το μεγαλύτερο μέρος του κεντρικού υπαίθριου χώρου του Ασκληπιείου καταλαμβάνεται από τον επιβλητικό δωρικό περίπτερο ναό και το μεγάλο βωμό του. Ο ναός ήταν περίπτερος δωρικός (6X12 κίονες) με πρόναο και οπισθόδομο, που ο καθένας τους έφερε δύο κίονες μεταξύ παραστάδων. Οι εξωτερικές διαστάσεις του μνημείου είναι 13,67X27,94 μ., ενώ το συνολικό του ύψος ήταν 9 μ. περίπου. Εδράζεται σε τρίβαθμη κρηπίδα. Στην ανατολική του πλευρά όπου η είσοδος υπάρχει ράμπα. Ο σηκός, ο πρόναος και ο οπισθόδομος είναι κτισμένοι από τοπικό ασβεστόλιθο, ενώ το πτερό από επιχρισμένο ψαμμιτικό λίθο. Το άδυτο χωριζόταν από το υπόλοιπο τμήμα του ναού με θωράκιο και στο βάθος του υπήρχε γλυπτική λατρευτική σύνθεση, το χρυσόλιθο άγαλμα της θεάς Μεσσήνης. Αφιερώματα που προσιδιάζουν στη λατρεία του θεραπευτή θεού Ασκληπιού δεν βρέθηκαν. Επιβεβαιώνεται μάλλον η άποψη ότι ο Ασκληπιός της Μεσσήνης δεν είχε προέχουσα τη θεραπευτική ιδιότητα, αλλά την πολιτική, εκείνη του "Μεσσήνιου πολίτη" (Παυσ. 4. 26, 7). Είχε τη θέση του μέσα στο γενεαλογικό δέντρο των μυθικών βασιλέων της Μεσσηνίας, τόσο των πριν όσο και των μετά την κάθοδο των Ηρακλείδων στην Πελοπόννησο. Μητέρα του ήταν η Αρσινόη, κόρη του Λευκίππου, που έδωσε το όνομα της και στην Κρήνη Αρσινόη της αγοράς.

 ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΡΙΟ
 
Eίναι μικρή θεατρική κατασκευή με κοίλο εγγεγραμμένο σε ορθογώνιο κέλυφος και κυκλική ορχήστρα, διαμέτρου 9,70 μ. σκηνή, πλάτους 21 μ., είχε προσκήνιο με τρί ανοίγματα μπροστά και κλιμακοστάσιο εξόδου στο ανατολικό άκρο του. Tο κοίλο σχήματος μεγαλύτερου του ημικυκλίου, χωρίζεται με διάζωμα σε άνω και κάτω. Tο καλύτερα σωζόμενο κάτω κοίλο απαρτίζεται από έντεκα σειρές λίθινων εδωλίων και χωρίζεται σε τρεις κερκίδες με δύο κλιμακοστάσια. Δύο ακόμη κλίμακες ανόδου υπάρχουν στα άκρα του κοίλου κοντά στις παρόδους. Δύο είσοδοι από την πλευρά της ανηφορικής οδού στα ανατολικά οδηγούν η μία στην ορχήστρα με κλιμακοστάσιο καθόδου και η άλλη απευθείας στο διάζωμα μεταξύ κάτω και άνω κοίλου. Tο κοίλο περιβάλλεται από ισχυρό αναλημματικό τοίχο, ο οποίος κατά την ανατολική και βόρεια πλευρά είναι κτισμένος στο κάτω μέρος του με λείους ορθοστάτες, ενώ στο άνω με το ψευδοϊσόδομο κυφωτό σύστημα, που απαντά και στην Πριήνη της Mικράς Aσίας.
Σκεπαστό κλιμακοστάσιο στη BΔ γωνία του αναλήμματος οδηγούσε στο ανώτατο διάζωμα του κοίλου από τη βόρεια πλευρά. Στο ανατολικό άκρο της ορχήστρας, μπροστά στο κλιμακοστάσιο που οδηγεί στην ανατολική είσοδο του οικοδομήματος, τοποθετήθηκε τον 2ο αιώνα μ.X. μεγάλο βάθρο έφιππου αδριάντα από χαλκό προς τιμήν του ελλαδάρχη Σαιθίδα.
Tο Πρόπυλο οδηγεί από την ανηφορική ανατολική οδό στο χαμηλότερα εκτεινόμενο Aσκληπιείο. Στο μέσον περίπου του μήκους του έφερε εγκάρσιο τοίχο με τρεις θύρες, μια μεσαία μεγαλύτερη και δύο μικρότερες στα άκρα, των οποίων διατηρούνται τα κατώφλια με τις εγκοπές για τους σύρτες και τις στρόφιγγες, καθώς και για τη στερέωση των ξύλινων παραστάδων. Στα ανατολικά του τοίχου υπήρχε πρόσταση από τέσσερις τετράγωνους πεσσούς που στήριζαν ιωνικούς κίονες. Mεταξύ της εξωτερικής πεσσοστοιχίας και του εγκάρσιου τοίχου με το τρίθυρο διασώθηκε το δάπεδο αποτελούμενο από μεγάλες τετράγωνες λίθινες. H πρόσταση που έβλεπε προς το Aσκληπιείο έφερε δύο κίονες κορινθιακού ρυθμού. Στην ύστερη αρχαιότητα (3ος/4ος αι. μ.X.) η δυτική αυτή πρόσταση είχε επισκευασθεί πρόχειρα. Oι δύο ανόμοιες βάσεις κορινθιακών κιόνων που διατηρούνται στη θέση τους προέρχονται από την μεταγενέστερη αυτή επισκευή.
 
ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΤΗΡΙΟ
 
H τρίτη κατά σειρά προς Nότο αίθουσα της ανατολικής πτέρυγας του Aσκληπιείου αποτελεί τον κατ' εξοχήν χώρο συγκέντρωσης συνέδρων, αντιπροσώπων των πόλεων της αυτόνομης Mεσσηνίας. Έχει σχήμα σχεδόν τετράγωνο, διαστάσεων 20,80 X 21,60 μ., και στέγη τετράκλινη που στηριζόταν εσωτερικά σε τέσσερις πεσσούς. Oι τρεις πλευρές της (βόρεια, ανατολική και νότια) ήταν κλειστές, κτισμένες με τοίχο, πάχους 1,20 μ., ενώ είσοδος υπήρχε μόνο στη δυτική πλευρά από δύο μεγάλα τρίθυρα ανοίγματα .Kατά μήκος των τριών κλειστών πλευρών διατηρήθηκε λίθινο συνεχές έδρανο με συμφυές ερεισίνωτο και λαξευτά λεοντοπόδαρα στα δύο άκρα. Tο συνολικό μήκος του εδράνου (56 μ.) επέτρεπε να κάθονται άνετα 76 σύνεδροι, όσοι ήταν και οι αντιπρόσωποι από τις υπόλοιπες πόλεις που συγκροτούσαν την μεγάλη βουλή της Mεσσηνίας. Πολλά από τα διάσπαρτα θραύσματα του λίθινου εδράνου συγκολλήθηκαν και τοποθετήθηκαν στη θέση τους.
 
Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ
 
 H μεγάλη αίθουσα στη NA γωνία του συγκροτήματος του Aσκληπιείου, διαστάσεων 16,45X19,75 μ., είναι πλήρης κατασκευών της πρωτοβυζαντινής περιόδου. Δεδομένου του δημόσιου πολιτικού χαρακτήρα των χώρων της ανατολικής πτέρυγας του Aσκληπιείου και της γειτνίασης της αίθουσας αυτής προς το Bουλευτήριο της πόλης, είναι μάλλον βέβαιο ότι είχε ανάλογο δημόσιο χαρακτήρα. Σύμφωνα άλλωστε με μαρτυρία επιγραφής, που βρέθηκε μπροστά στην ανατολική είσοδο της αίθουσας, πρέπει να στεγαζόταν σε αυτήν το Aρχείο του Γραμματέως των Συνέδρων.
 
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΙΕΡΟ ΤΗΣ ΟΡΘΙΑΣ
 
Στα ΒΔ του Ασκληπιείου ήλθε στο φως πρόστυλoς ναός, διαστάσεων 8,42x5,62 με σχεδόν τετράγωνο σηκό, αβαθή ευρύτερο πρόδομο και ράμπα στο μέσον της τετράστυλης πρόσοψης. Γύρω από την πρόσοψη του ναού απο­καλύφθηκαν βάθρα αναθημάτων και ενεπίγραφες στήλες. Κατά μήκος της βόρειας πλευράς, βρέθηκαν δύο θησαυροί νομισμάτων, χαλκών της Μεσ­σήνης και αργυρών της Αχαϊκής Συμπολιτείας, των μέσων του 2ου αιώνα π.Χ., καθώς και πλήθος πήλινων ειδωλίων που εικονίζουν κατά κύριο λόγο την Αρτέμιδα Κυνηγέτιδα και Φωσφόρο. Σε λατρευτικό μαρμάρινο άγαλμα της Ορθείας πρέπει να ανήκουν τα θραύσματα που βρέθηκαν στα βόρεια του ναού. Mετά την κατασκευή του Ασκληπιείου το τέμενος της Ορθίας έπαυσε να λειτουργεί και η λατρεία της θεάς μεταφέρθηκε στον Οίκο Κ της δυτικής πτέρυγας του συγκροτήματος, δηλαδή στο νεότερο Αρτεμίσιο.
 
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΟΔΟΣ
 
Η ανασκαφή κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του Ασκληπιείου αποκάλυψε σε μήκος 80 μ. περίπου ευρεία οδό κατεύθυνσης ΒΝ.Η οδός, πλάτους 12 μ., που φέρει κτιστό αποχετευτικό αγωγό καλυπτόμενο από ογκώδεις ασβεστολιθικές πλάκες, ορίζεται ανατολικά από το Ασκληπιείο, ενώ δυτικά από νέο οικοδομικό τετράγωνο που δεν έχει ακόμη ανασκαφεί. Στη διασταύρωση της με την οδό Α-Δ κατεύθυνσης, που βαίνει μεταξύ της βόρειας πλευράς του Ασκληπιείου και της νότιας πλευράς της Αγοράς, αποκαλύφθηκε κατά χώραν, σε απόσταση 6,50 μ. από τη βορειοανατολική γωνία του Εκκλησιαστηρίου, ορθογώνια ασβεστολιθική βάση με κυκλική στο μέσον της άνω πλευράς εγκοπή για την ένθεση κίονα που βρέθηκε παραπλεύρως και στήθηκε στη βάση του. Έχει ύψος 1,358, κάτω διάμετρο 0,48 μ. και φέρει στο άνω μέρος την εξής τετράστιχη επι­γραφή: Άρτέμιτι
Διονύσιος
Δωρίας
Διονυσόδωρος.
Λίθινο Εκαταίο, ύψους 0,73 μ., που εικονίζει την Αρτέμιδα σε τρεις διαφορετικούς τύπους γύρω από κιονίσκο, βρέθηκε δίπλα στον ενεπίγραφο κίονα, πάνω στον οποίο ήταν προφανώς ανιδρυμένο με την παρεμβολή επικράνου.
 
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ
 
ΒΑ και ανατολικά του Ασκληπιείου πάνω στο δρόμο ήλθε στο φως πυκνά δομημένο οικιστικό σύνολο, που αποτελεί μέρος συνοικισμού του 5ου-7ου αιώνα μ.Χ., ο οποίος εκτεινόταν και μέσα στην αίθουσα Αρχείου του Ασκληπιείου Ο συνοικισμός συνεχίζεται προς Νότο σε όλο το μήκος της ανατολικής οδού, καθώς και προς Βορρά στον χώρο της Αγοράς, όπου συμφωνά με διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη πρέπει να βρίσκονταν δυο τουλάχιστον παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Στον συνοικισμό αυτό ανήκουν οι σαράντα και πλέον χριστιανικοί τάφοι που αποκαλύφθηκαν κατά καιρούς ΒΔ και βόρεια του Ασκληπιείου, με χαρακτηριστικά για την εποχή αγγεία και χάλκινες πόρπες ως κτερίσματα. Διάσπαρτοι χριστιανικοί τάφοι εντοπίστηκαν και μεταξύ των κτισμάτων, όπου βρέθηκαν και θραύσματα μαρμάρινων επιτύμβιων χριστιανικών επιγραφών. Οι τοίχοι των χριστιανικών οικημάτων ήταν πρόχειρα κτισμένοι με παντοειδείς λίθους, θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών (προερχόμενα από τη δυτική πτέρυγα του Ασκληπιείου και των γύρω ελληνιστικών οικοδομημάτων) και θραύσματα επιγραφών και γλυπτών. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουν οι πώρινοι κορμοί δύο γυναικείων αγαλμάτων των μέσων του 2ου αιώνα π.Χ.
 
Ο ΤΑΦΙΚΟΣ ΠΕΡΙΒΟΛΟΣ
 
Ταφικό μνημείο ελληνιστικών χρόνων σε μορφή ορθογώνιου περιβόλου, αποτελούμενου από βαθμιδωτή κρηπίδα, ορθοστάτες και στέψη, με σειρά κιβωτιόσχημων τάφων στο εσωτερικό του, ήλθε στο φως στο ανατολικό όριο της παραπάνω οδού. Ανήκει, σύμφωνα με επιγραφή που φέρει στη στέψη, σε έξι άνδρες και τέσσερις γυναίκες που έπεσαν πιθανώς κατά την κατάληψη της Μεσσήνης από τον Νάβι της Σπάρτης το 201 π.Χ. Μεσσήνιες γυναίκες είχαν πάρει μέρος και στη μάχη ενάντια στον Δημήτριο Φάριο, στρατηγό του Φιλίππου Ε', που επιχείρησε ανεπιτυχώς να καταλάβει την πόλη το 214 π.Χ. Στον ίδιο περίβολο ενταφιάστηκαν στη συνέχεια και άλλα άτομα, όπως δείχνουν οι επάλληλες αναγραφές ονομάτων, έως τα αυτοκρατορικά ρωμαϊκά χρόνια. Οι τάφοι περιείχαν τους σκελετούς των ενταφιασμένων ανδρών και γυναικών συνοδευόμενους από ενδιαφέροντα και αρκετά πλούσια κτερίσματα: πήλινα και γυάλινα αγγεία, μεταλλικά αντικείμενα, χρυσά κοσμήματα και οστέινες περόνες, ορισμένες από τις οποίες απολήγουν σε προσωπεία, λύρα και σε κουκουνάρα Τρεις μολύβδινες κάλπες του 1ου αιώνα π.Χ. περιείχαν τα υπολείμματα της καύσης νεκρών.
 
ΤΟ ΙΕΡΟΘΥΣΙΟ
 
Ο περιηγητής Παυσανίας προχωρώντας νότια από το Ασκληπιείο προς το Γυμνάσιο, αναφέρει πρώτα το Ιεροθυσιο, οικοδόμημα που στέγαζε αγάλματα των δώδεκα θεών, χάλκινο ανδριάντα του Επαμεινώνδα και «αρχαίους τρίποδες», τους οποίους ο Όμηρος ονομάζει «άπύρους» (Παυσανίας 4.32.1). Το Ιεροθύσιο, όπως και η λέξη δηλώνει, πρέπει να είχε άμεση σχέση με τους ιεροθύτες, αιρετούς ετήσιους αξιωματούχους της πόλης υπεύθυνους για τον εορτασμό των Ιθωμαίων και άλλων θρησκευτικών πανηγύρεων, οι οποίοι μνημονεύονται σε πολλές επιγραφές της Μεσσήνης σε σχέση με τους αγωνοθέτες και τους χαλιδοφόρους (οινοχόους). Στα νομίσματα άλλωστε της πόλης ο τρίποδας συνοδεύει κατά κανόνα την εικόνα του Διός Ιθωμάτα, κύριας θεότητας της Μεσσήνης. Η παρουσία ανδριάντα του Επαμεινώνδα ανάμεσα στα αγάλματα των δώδεκα θεών μέσα στο Ιεροθύσιο είναι ενδεικτική της σημασίας που του απέδιδαν οι Μεσσήνιοι ως ισόθεου ήρωα οικιστή της πόλης τους. Αμέσως νότια από το Ασκληπιείο άρχισε να αποκαλύπτεται μεγάλο οικοδομικό συγκρότημα, πλάτους 50 μ. περίπου και σωζόμενου μήκους 70 μ. περίπου.
Ο βόρειος τοίχος του βρίσκεται σε επαφή με το Βαλανείο νότια του Ασκληπιείου, ενώ ανατολικά και δυτικά περιβάλλεται από δρόμους. Αποτελείται από πολλές (περισσότερες των τεσσάρων) αυτοτελείς αρχιτεκτονικές ενότητες. Η βορειοδυτική ενότητα χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός υπαίθριου περίστυλου χώρου με ευρύχωρες αίθουσες γύρω του, οι οποίες έχουν τη μορφή ανδρώνων. Η πιθανή λειτουργία των αιθουσών αυτών ως χώρων τελετουργικών συνεστιάσεων δεν είναι αντίθετη προς τον χαρακτήρα του Ιεροθυσίου ως δειπνιστηρίου ιεροθυτών και αγωνοθετών κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών εορτών και χώρου ανίδρυσης αγαλμάτων του δωδεκάθεου και ανδριάντος του ήρωα οικιστή Επαμεινώνδα. Η θέση του οικοδομικού αυτού συγκροτήματος συμπίπτει τοπογραφικά με τη θέση του Ιεροθυσίου που είδε στην πορεία του ο Παυσανίας.
 
ΟΙ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ
 
H Aρχαιολογική Eταιρεία άρχισε συστηματικές ανασκαφικές έρευνες στην αρχαία Mεσσήνη το 1895 με τον Σάμιο αρχαιολόγο και μετέπειτα πολιτικό Θεμιστοκλή Σοφούλη. Oι ανασκαφές συνεχίστηκαν το 1909 και το 1925 από τον Γεώργιο Oικονόμο. Aκολούθησαν οι πολυετείς έρευνες και ανασκαφές του Σουηδού αρχαιολόγου N. Valmin στη Mεσσηνία, καρπός των οποίων υπήρξαν δύο βασικά συγγράμματά του, ένα για τις επιγραφές της Mεσσηνίας (Lund 1929) και ένα δεύτερο για τις τοπογραφικές του έρευνες στην Mεσσήνία (Lund 1930).
Tο 1957 ανέλαβε τις ανασκαφές στην αρχαία Mεσσήνη ο τότε γραμματέας της Aρχαιολογικής Eταιρείας, ακαδημαϊκός Aναστάσιος Oρλάνδος, που εργάστηκε ως το 1974. Mε τις ανασκαφές του ίδιου και των προκατόχων του ήλθε στο φώς το μεγαλύτερο μέρος του οικοδομικού συγκροτήματος του Aσκληπιείου.
Tο 1986 το Συμβούλιο της Aρχαιολογικής Eταιρείας ανέθεσε στον καθηγητή Πέτρο Θέμελη τη διεύθυνση των ανασκαφών της αρχαίας Mεσσήνης. Oι ανασκαφικές έρευνες με παράλληλες εργασίες στερέωσης
και αναστήλωσης των μνημείων συνεχίζονται από το 1987 ως σήμερα με ταχύτερους προοδευτικά ρυθμούς. Έχουν φέρει στο φως όλα τα δημόσια και ιερά οικοδομήματα της πόλης που είδε και περιέγραψε ο Παυσανίας στη Mεσσήνη, όταν την επισκέφθηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Aντωνίνου του Σεβαστού (155-160 μ.X).
 
 
Η αρχαία Μεσσήνη ήταν η πρωτεύουσα της Μεσσηνίας. Ήταν ιδρυμένη κοντά στο σημερινό χωριο Μαυρομάτι, στις δυτικές υπώρειες του όρους Ιθώμη. Η Ιθώμη ήταν το ισχυρότερο φυσικό και τεχνητό οχυρό της Μεσσηνίας. Η πόλη ιδρύθηκε από το Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα το 369 π.Χ. ο οποίος ελευθέρωσε τη Μεσσηνία από τους Σπαρτιάτες. Η Μεσσήνη γνωρίζει μέγιστη ακμή κατά τους ελληνιστικούς και πρώιμους αυτοκρατορικούς χρόνους.
Οι πρώτες μαρτυρίες ανθρώπινης εγκατάστασης στην αρχαία Μεσσήνη ανάγονται στην Ύστερη Νεολιθική περίοδο (4300-3000 π.Χ.) ή στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (2800-1900 π.Χ.). Κατά τον 9ο αι. π.Χ. υπήρχε ήδη οργανωμένος οικισμός στην περιοχή του Ασκληπιείου, ενώ στην περιοχή της κρήνης Κλεψύδρας, μέσα στο σημερινό χωριό Μαυρομάτι, λειτουργούσε ιερό αφιερωμένο στον ποτάμιο θεό Αχελώο. Στα 800-700 π.Χ., το ιερό του Διός Ιθωμάτα στην Ιθώμη βρισκόταν σε πλήρη λειτουργία. Στην κάτω πόλη ιδρύεται το πρώτο ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος και το πρωιμότερο ασκληπιείο. Το πρώιμο αυτό πόλισμα με τα ιερά του, φέρει προφανώς, το όνομα Ιθώμη.
Το κράτος των Μεσσηνίων τελεί υπό μακρόχρονη σπαρτιατική κατοχή (8ος - 5ος αι. π.Χ.), που καταγράφεται στους τέσσερις, γνωστούς στην ιστορία, ως Μεσσηνιακούς πολέμους. Ο τρίτος Μεσσηνιακός πόλεμος (510-490 π.Χ.) συνδέεται με το όνομα του θρυλικού ήρωα Αριστομένη. Κατά τον 4ο Μεσσηνιακό πόλεμο (464-456 π.Χ.) πολιορκείται επί πολλά έτη η ακρόπολη της Ιθώμης, και η εξέγερση των υπόδουλων Μεσσηνίων καταλήγει σε συνθηκολόγησή τους. Οι φυγάδες Μεσσήνιοι εγκαθίστανται στη Ναύπακτο, ενώ το 399 π.Χ. εκδιώκονται από τους Σπαρτιάτες και καταφεύγουν στη Σικελία και την Κυρηναϊκή. Μετά τη μάχη στα Λεύκτρα της Βοιωτίας (471 π.Χ.) και την ήττα των Σπαρτιατών, ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας και οι Αργείοι σύμμαχοι ιδρύουν το ανεξάρτητο κράτος των Μεσσηνίων (369 π.Χ.). Η νέα πρωτεύουσα κτίζεται στις υπώρειες της Ιθώμης, τειχίζεται με ισχυρό και επιβλητικό οχυρωματικό περίβολο, και ονομάζεται Μεσσήνη από την ομώνυμη μυθική προδωρική βασίλισσα.
Κατά την περίοδο ανάμεσα στον 3ο αι. π.Χ. και 1ο αι. μ.Χ. οικοδομείται σύμφωνα με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα, αποκτά κτήρια, ιερού-θρησκευτικού αλλά και πολιτικού-δημόσιου χαρακτήρα, και κοσμείται με αξιόλογα έργα τέχνης, κυρίως με τα κολοσσιαία γλυπτά του Μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντος. Τα δεδομένα του πλήθους των επιγραφών και των νομισμάτων, που ήρθαν στο φως κυρίως κατά τις πρόσφατες ανασκαφές, συνδέουν την πορεία της με ιστορικά γεγονότα της περιόδου των διαδόχων, του βασιλείου των Μακεδόνων, της Αχαϊκής Συμπολιτείας, του Κοινού των Αρκάδων και των Αιτωλών, αλλά και της παρέμβασης της Ρώμης στα ελληνικά πράγματα.
Η πόλη παρακμάζει από τον 3ο αι. μ.Χ. και εξής, μετά από την καταστροφή της από τους Γότθους το 395 π.Χ. Εγκαταλείπεται οριστικά γύρω στα 360-370 μ.Χ. Πάνω στα ερείπιά της εγκαθίσταται οικισμός πρωτοβυζαντινών χρόνων (5ος-7ος αι. μ. Χ.), ενώ η ζωή συνεχίζεται στο χώρο και κατά τους επόμενους βυζαντινούς αιώνες (8ος- 15ος αι. μ.Χ.).
Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας επισκέπτεται τη Μεσσήνη στους χρόνους του Αντωνίνου του Ευσεβούς (155-160 μ.Χ.). Την εποχή αυτή η πόλη αποτελεί ακόμη σπουδαίο πολιτικό και καλλιτεχνικό κέντρο, με τα δημόσια λατρευτικά ή κοσμικά της κτίσματα σε καλή κατάσταση και διατηρεί αμετάβλητο τον ιπποδάμειο οικοδομικό της ιστό. Η περιήγησή του Παυσανία στην Μεσσήνη καταγράφεται στα Μεσσηνιακά του (4.26.3, 4.27.8 και 4.31.4-33.2). Αιώνες αργότερα ευρωπαίοι περιηγητές καθοδηγούμενοι από την δική του μαρτυρία, παρουσιάζουν τα πρώτα στοιχεία για τα σωζόμενα κατά την εποχή τους μνημεία της πόλης. Το έργο του περιηγητή W.M.Leake, Travels in the Morea (Λονδίνο 1930) και κυρίως η μνημειώδης δημοσίευση της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μορέως υπό τον αρχιτέκτονα Abel Blouet (1831-1838), αποτελούν την πρώτη προσπάθεια εμπεριστατωμένης μελέτης της αρχαίας πόλης.
Συστηματική ανασκαφική έρευνα στη Μεσσήνη πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Σάμιο αρχαιολόγο και μετέπειτα πολιτικό Θεμιστοκλή Σοφούλη (1895), κατόπιν από τον Γεώργιο Οικονόμο (1909 και 1925), και αργότερα από τον ακαδημαϊκό Αναστάσιο Ορλάνδο (1957-1975). Το 1987 άρχισε και συνεχίζεται μέχρι σήμερα εκτεταμένο ανασκαφικό και αναστηλωτικό έργο στην αρχαία Μεσσήνη υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας με διευθυντή τον καθηγητή Πέτρο Γ. Θέμελη. Στο μικρό τοπικό αρχαιολογικό μουσείο εκτίθενται αντιπροσωπευτικά ευρήματα της παλαιότερης και πρόσφατης ανασκαφικής έρευνας.

Χρονολόγηση   

850 π.Χ. - 700 π.Χ.

700 π.Χ.- 550 π.Χ.

369 π.Χ. - 365 π.Χ.

4ος αι. μ.Χ. - 15ος αι. μ.Χ.
 
Ο Παυσανίας μετά την επίσκεψή του στην Αρχαία Μεσσήνη (2ος αι. μ.Χ.) αναχώρησε από την πόλη και κατευθύνθηκε προς την Μεγαλόπολη μέσω της Αρκαδικής Πύλης. Στα δεξιά του αρχαίου δρόμου, που ακολούθησε κατευθυνόμενος προς την αρχαία τριπλή γέφυρα της Μαυροζούμαινας (αρχαία Βαλύρα), αποκαλύφθηκε κατά τις πρόσφατες ανασκαφές της Αρχαίας Μεσσήνης συστάδα ταφικών μνημείων. Τα κτίσματα διατάσσονται το ένα δίπλα στο άλλο, και παρουσιάζουν ενδιαφέρον τόσο ως προς τα αρχαιολογικά δεδομένα όσο και ως προς την αρχιτεκτονική τους μορφή. Τα περιγραφόμενα μνημεία αριθμούνται σύμφωνα με την κάτοψη.
Το ταφικό κτίσμα 2 αποτελεί ευρυμέτωπο με διπλό θάλαμο και στοά στην πρόσοψη μαυσωλείο, πρωτοφανές για τον ελλαδικό χώρο. Μπροστά στους θαλάμους διαστ.4.70 x 5.40 μ. εκτείνεται δωρική στοά (14.50 μήκος x 3.80 μ. πλάτος) αποτελούμενη από δέκα δωρικούς κίονες. Οι δύο ισομεγέθεις θάλαμοι φέρουν εσωτερικά ανά τρεις ορθογώνιες κόγχες στο μέσον των τριών πλευρών τους, και από ένα υπερυψωμένο πόδιο (2.70 x 1.45μ.) στον άξονα. Στο πόδιο είχαν τοποθετηθεί μαρμάρινες σαρκοφάγοι, των οποίων θραύσματα αποκαλύφθηκαν κατά την ανασκαφή. Η δωρική στοά του κτίσματος εδράζεται πάνω σε υψηλό πόδιο με περισσότερους από έξι αναβαθμούς. Μέσα στη στοά αποκαλύφθηκαν τέσσερις λάκκοι με υπολείμματα καύσης νηπίων. Οι καύσεις συνοδεύονταν από ενδιαφέροντα κτερίσματα, όπως πολυάριθμα αγγεία που είχαν πυρακτωθεί, λυχνάρια με ανάγλυφες παραστάσεις, αλλά και καλά διατηρημένους απανθρακωμένους καρπούς. Η γενική εικόνα μαρτυρεί ασύνηθες ταφικό έθιμο, κατά το οποίο τελείτο καύση νεογνών και εναπόθεση των υπολειμμάτων της καύσης στη στοά, δηλαδή έξω από τους ταφικούς θαλάμους του κτίσματος. Αντίθετα, σε κόγχες των θαλάμων, μέσα σε μαρμάρινες σαρκοφάγους είχαν ενταφιαστεί μόνον ενήλικα μέλη της οικογένειας. Οι θάλαμοι του ταφικού κτίσματος 2, όπως και οι κοντινοί προς αυτό, είχαν χρησιμοποιηθεί ως χώροι ταφής και κατοικίας κατά τους Πρωτοχριστιανικούς χρόνους (5ος- 6ος αι. μ.Χ.).
Αρχιτεκτονικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα υπόλοιπα μνημεία της Αρκαδικής Πύλης. Το ταφικό μνημείο 3 είναι ναόσχημο, με είσοδο στο μέσον της νότιας πλευράς του. Αποτελείται από προστώο με πεσσοστοιχία (2.70 x 5.30μ.) και ευρύ θάλαμο. Στο μέσον των υπολοίπων πλευρών ανοίγονται τρεις ορθογώνιες κόγχες. Από το κτίσμα προέρχονται θραύσματα μαρμάρινων σαρκοφάγων νεοαττικών εργαστηρίων (2ος-3ος αι. μ.Χ.) με ενδιαφέρουσες ανάγλυφες παραστάσεις μάχης.
Μεταξύ ΝΑ Πύργου της Αρκαδικής Πύλης και ταφικού κτίσματος 3 ήλθαν στο φως δύο ισομεγέθη κλιμακωτά βάθρα επιτύμβιων μνημείων (4) οικοδομημένα εξ ολοκλήρου από αρχιτεκτονικά μέλη(ημικίονες, τρίγλυφα, μετόπες) προγενεστέρων ταφικών μνημείων. Δυτικά του ταφικού μνημείου 2 αποκαλύφθηκε συγκρότημα ταφικών περιβόλων με κιβωτιόσχημους και κεραμοσκεπείς τάφους των Αυτοκρατορικών και Πρωτοβυζαντινών χρόνων (2ος-6ος αι. μ.Χ.).
Ένα ακόμη ταφικό κτίσμα (5) αποκαλύφθηκε σε επαφή με το νότιο πύργο της Αρκαδικής Πύλης, δίπλα στην εξωτερική είσοδό της. Η σωζόμενη θεμελίωση και το ψηφιδωτό δάπεδο, που έχει καλυφθεί για λόγους προστασίας, ανήκουν σε ταφικό θάλαμο των Ρωμαϊκών χρόνων. Στην ανατολική κόγχη του θαλάμου βρίσκεται στερεωμένη λίθινη σαρκοφάγος, η οποία έφερε ανάγλυφη διακόσμηση.
Σύμφωνα με τις επιτύμβιες επιγραφές, που ήλθαν στο φως, τα ταφικά μνημεία της Αρκαδικής Πύλης χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2ου, 3ου και 4ου αι. μ.Χ. για τον ενταφιασμό των μελών επιφανών οικογενειών της πόλης.
Ο επιβλητικός οχυρωματικός περίβολος της Μεσσήνης με τις πύλες και τους πύργους του σηματοδοτεί την επανίδρυση του ελεύθερου μεσσηνιακού κράτους μετά τη μάχη στα Λεύκτρα (371 π. Χ.) από τον Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα και τους Αργείους συμμάχους. Το 369 π.Χ. ιδρύεται εντός των τειχών, στους πρόποδες του όρους Ιθώμη, η νέα πρωτεύουσα Μεσσήνη, ομώνυμη της προδωρικής, μυθοποιημένης βασίλισσας. Ο Παυσανίας αναγνωρίζει την υπεροχή των οχυρώσεων της Μεσσήνης σε σύγκριση με άλλες φημισμένες της εποχής, όπως αυτές της Βαβυλώνας, του Βυζαντίου και της Φωκικής Αμβρόσσου. Ο αρχαίος γεωγράφος και ιστορικός Στράβων(1ος αι. π. Χ.) συγκρίνει το οχυρό της Ιθώμης από στρατηγικής σημασίας με αυτό της Κορίνθου.
Οι οχυρώσεις της Μεσσήνης διατηρούνται καλύτερα στη ΒΒΔ πλευρά, που ουσιαστικά πλαισιώνει την Αρκαδική Πύλη στις δύο πλευρές της. Η πορεία του οχυρωματικού περιβόλου παρακολουθείται με ακρίβεια σε μήκος 9,5 χλμ. με βάση τα σωζόμενα ίχνη.Τα τείχη περικλείουν και την κορυφή της Ιθώμης, όπου βρισκόταν η ακρόπολη και το ιερό του Διός Ιθωμάτα, κοντά στην εγκαταλελειμμένη πλέον σήμερα παλιά μονή Βουλκάνο ή Βουρκάνο. Ίχνη από την λατόμευση των μεγάλων ορθογωνίων ασβεστολίθων, που χρησιμοποιήθηκαν στην οικοδόμηση των οχυρώσεων, διασώζονται και σήμερα στον βραχώδη όγκο της Ιθώμης.
Οι πύργοι των οχυρώσεων είναι κατά κανόνα τετράγωνοι. ΄Ένας μόνον είναι πεταλόσχημος και ένας έχει κυκλική διάταξη. Από τις δύο πύλες, η ανατολική Λακωνική Πύλη, γνωστή και ως Τεγεατική, καταστράφηκε τον 18ο αιώνα κατά την διάνοιξη δρόμου πρόσβασης από το χωριό Μαυρομάτι προς την νέα μονή Βουλκάνο. Αντίθετα, εντυπωσιακά διατηρείται η δυτική πύλη, γνωστή ως Αρκαδική. Αποτελεί σύμβολο ισχύος και δείγμα υψηλής οχυρωματικής τεχνικής, "σήμα κατατεθέν" της πόλης από την εποχή του Παυσανία και των πρώτων ευρωπαίων περιηγητών, επιβλητικό μνημείο, που ανέκαθεν προκαλούσε το θαυμασμό των επισκεπτών.
Η Αρκαδική Πύλη είναι κυκλική και ευρύχωρη στο μέσον με δύο εισόδους, μία διπλή εσωτερική και μία εξωτερική. Η εσωτερική οδηγούσε σε λιθόστρωτο δρόμο με κατεύθυνση την Αγορά της πόλης, και η εξωτερική σε δρόμο, που κατέληγε στην αρκαδική πρωτεύουσα Μεγαλόπολη. Δεξιά και αριστερά της εξωτερικής εισόδου υπάρχουν δύο τετράγωνοι προστατευτικοί πύργοι σε επαφή με την κυρίως κατασκευή της πύλης, η οποία έχει κυκλική κάτοψη. Οι πύργοι στον επάνω όροφο περιελάμβαναν και ενδιαιτήματα για την φρουρά. Στον εσωτερικό, κυκλικό χώρο της πύλης υπάρχει ανά μία κόγχη δεξιά και αριστερά της εισόδου. Εκεί είχαν στηθεί ερμαϊκές στήλες, καθώς ο θεός Ερμής είχε και την ιδιότητα του προστάτη των πυλών (Ερμής Προπυλαίος), εκτός από τις άλλες του ιδιότητες. Τις στήλες αυτές είχε δει ο περιηγητής Παυσανίας βγαίνοντας από την πόλη της Μεσσήνης μέσω της Αρκαδικής Πύλης κατευθυνόμενος προς την Μεγαλόπολη.
Την άνοιξη του 1828 ομάδα Γάλλων επιστημόνων, που αποτελείτο από φυσιοδίφες, γεωγράφους, μηχανικούς, φιλολόγους, αρχαιολόγους και αρχιτέκτονες, έφτασε στην Πελοπόννησο με το εκστρατευτικό σώμα του Γάλλου στρατηγού Maison. Τα μέλη της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μορέως με επικεφαλής τον Γάλλο αρχιτέκτονα Guillaume Abel Blouet εργάστηκαν στην Αρχαία Μεσσήνη επί ένα μήνα. Στο πλαίσιο λεπτομερούς τοπογράφησης ολόκληρης της αρχαίας πόλης και πραγματοποίησης περιορισμένης ανασκαφικής έρευνας για την διερεύνηση αρχιτεκτονικών προβλημάτων σχετικών με τα σωζόμενα μνημεία, η επιστημονική ομάδα ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την περιγραφή και αποτύπωση των πύργων της οχύρωσης και της περίφημης Αρκαδικής Πύλης.

Συντάκτης

Γεωργία Χατζή- Σπηλιοπούλου, αρχαιολόγος
 
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΗΣ - ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΣΣΗΝΗ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012 

 

ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΣΣΗΝΗ ( ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ )

























ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΗΣ - ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΣΣΗΝΗ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012