Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

ΜΥΚΗΝΕΣ

Οι «Πολύχρυσες Μυκήνες», το βασίλειο του μυθικού Αγαμέμνονα, που πρώτος ύμνησε ο Όμηρος στα έπη του, είναι το σημαντικότερο και πλουσιότερο ανακτορικό κέντρο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα. Το όνομά τους έχει δοθεί σε έναν από τους λαμπρότερους πολιτισμούς της ελληνικής προϊστορίας, το μυκηναϊκό, και οι μύθοι που συνδέονται με την ιστορία τους διαπέρασαν τους αιώνες με τα ομηρικά έπη και τις μεγάλες τραγωδίες της κλασικής εποχής, ενώ ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν παγκοσμίως την πνευματική δημιουργία και την τέχνη. Η μυθική παράδοση φέρει ως ιδρυτή των Μυκηνών τον Περσέα, γιο του Δία και της Δανάης, της κόρης του Ακρισίου, του βασιλιά του Άργους, απόγονου του Δαναού.
Ο Παυσανίας (2.16.3) αναφέρει ότι ο Περσέας ονόμασε τη νέα πόλη Μυκήνες είτε επειδή εκεί έπεσε ο μύκης του ξίφους του είτε επειδή εκεί αποκαλύφθηκε μία πηγή με άφθονο νερό, η Περσεία πηγή, κάτω από τη ρίζα ενός «μύκητος», δηλαδή ενός μανιταριού. Σύμφωνα με το μύθο, οι απόγονοι του Περσέα βασίλεψαν στις Μυκήνες για τρεις γενιές, με τελευταίο τον Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε χωρίς να αφήσει απογόνους, και έτσι οι κάτοικοι των Μυκηνών επέλεξαν ως βασιλιά τους τον Ατρέα, γιο του Πέλοπα και πατέρα του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου.
Οι Μυκήνες ιδρύθηκαν ανάμεσα σε δύο ψηλούς κωνικούς λόφους, τον Προφήτη Ηλία (805 μ.) και τη Σάρα (660 μ.), πάνω σε χαμηλό ύψωμα που δέσποζε στην αργολική πεδιάδα και είχε τον έλεγχο των οδικών και θαλάσσιων επικοινωνιών.
Η παλαιότερη ανθρώπινη δραστηριότητα στο χώρο τεκμηριώνεται από ελάχιστα κατάλοιπα λόγω των μεταγενέστερων οικοδομικών φάσεων και χρονολογείται στην 7η χιλιετία π.Χ., κατά τη νεολιθική εποχή.
Η κατοίκηση ήταν συνεχής έως και τους ιστορικούς χρόνους, τα περισσότερα όμως μνημεία, που είναι ορατά σήμερα, ανήκουν στην εποχή ακμής του χώρου, την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, μεταξύ του 1350 και του 1200 π.Χ. Στις αρχές της 2ης χιλιετίας υπήρχε ένας μικρός οικισμός πάνω στο λόφο καθώς και ένα νεκροταφείο στη νοτιοδυτική του πλευρά, με απλές ταφές σε λάκκους. Γύρω στο 1700 π.Χ. εμφανίσθηκαν ηγεμονικές και αριστοκρατικές οικογένειες, όπως διαπιστώνεται από τη χρήση μνημειωδών τάφων, πλούσια κτερισμένων και περικλεισμένων σε λίθινο περίβολο, που ονομάσθηκε Ταφικός Κύκλος Β. Η εξέλιξη αυτή συνεχίσθηκε στην αρχή της μυκηναϊκής περιόδου, γύρω στο 1600 π.Χ., οπότε οικοδομήθηκε ένα μεγάλο κεντρικό κτήριο στην κορυφή του λόφου, ένας δεύτερος λίθινος περίβολος, ο Ταφικός Κύκλος Α, καθώς και οι πρώτοι θολωτοί τάφοι.
Όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα, οι ηγεμόνες των Μυκηνών ήταν ισχυροί και συμμετείχαν σε ένα πολύπλοκο δίκτυο εμπορικών συναλλαγών με τις χώρες της Μεσογείου.
Η ανοικοδόμηση των ανακτόρων, που είναι ορατά σήμερα, άρχισε γύρω στο 1350 π.Χ., στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ2 περίοδο. Τότε ξεκίνησε και η οχύρωση της ακρόπολης, στην οποία διακρίνονται τρεις φάσεις. Ο πρώτος περίβολος κτίσθηκε με το κυκλώπειο σύστημα επάνω στο βράχο. Εκατό χρόνια αργότερα, στην ΥΕ ΙΙΙΒ1 περίοδο, η οχύρωση μετακινήθηκε προς τα δυτικά και νότια και κτίσθηκε η Πύλη των Λεόντων, η μνημειακή είσοδος με τον προμαχώνα της.
Στον τειχισμένο χώρο εντάχθηκαν το θρησκευτικό κέντρο και ο Ταφικός Κύκλος Α, που διαμορφώθηκε σε χώρο προγονολατρίας, με την ανύψωση του αρχικού επιπέδου του.
Τότε είναι πιθανό ότι οικοδομήθηκε και ο θολωτός τάφος γνωστός ως «θησαυρός του Ατρέα», με τα τεράστια υπέρθυρα και την ψηλή κυψελοειδή θόλο.
Γύρω στο 1200 π.Χ., στην ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ περίοδο, μετά από εκτεταμένη καταστροφή, πιθανόν από σεισμό, κατασκευάσθηκε η επέκταση των τειχών προς τα βορειοανατολικά του λόφου ώστε να ενταχθεί στον τειχισμένο χώρο η υπόγεια κρήνη. Αλλεπάλληλες καταστροφές συνοδευόμενες από πυρκαγιές οδήγησαν στην οριστική εγκατάλειψη του χώρου γύρω στο 1100 π.Χ.
Μετά την κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος και τη διάλυση της «Μυκηναϊκής Κοινής», ο λόφος παρέμεινε πενιχρά κατοικημένος ως την κλασική περίοδο. Στο διάστημα αυτό δημιουργήθηκαν στην περιοχή τοπικές ηρωικές λατρείες, που οφείλονταν στη φήμη των Μυκηνών, που τα ομηρικά έπη μετέφεραν σε όλο τον ελληνικό κόσμο, ενώ
στην κορυφή του λόφου ιδρύθηκε ένας αρχαϊκός ναός αφιερωμένος στην Ήρα ή στην Αθηνά. Το 468 π.Χ., μετά τους μηδικούς πολέμους στους οποίους συμμετείχε η πόλη, το Άργος την κατέκτησε και κατεδάφισε τμήματα της οχύρωσής της. Αργότερα, κατά την ελληνιστική περίοδο, οι Αργίτες ίδρυσαν στο λόφο μία «κώμη», επισκευάζοντας τα προϊστορικά τείχη και τον αρχαϊκό ναό και κτίζοντας ένα μικρό θέατρο πάνω από το δρόμο του θολωτού τάφου της Κλυταιμνήστρας.
Τους επόμενους αιώνες η κωμόπολη παρέμεινε σχεδόν εγκαταλελειμμένη και ήταν ήδη ερειπωμένη όταν την επισκέφθηκε ο Παυσανίας το 2ο αι. Μ.Χ.
Τα κυκλώπεια τείχη της μυκηναϊκής ακρόπολης, όμως, παρέμεναν ορατά στο πέρασμα των αιώνων και αποτέλεσαν πόλο έλξης πολλών περιηγητών και αρχαιόφιλων, που δεν δίστασαν να λεηλατήσουν το χώρο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, επωφελούμενοι από την αδιαφορία και τη φιλαργυρία των Τούρκων.
Το 1837, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, οι Μυκήνες τέθηκαν υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, η οποία μέχρι σήμερα πραγματοποιεί έρευνες στο χώρο. Το 1941 ο αντιπρόσωπός της, Κ. Πιττάκης, καθάρισε την Πύλη των Λεόντων και το 1876 ο Ερρίκος Σλήμαν, ύστερα από μικρές δοκιμαστικές τομές το 1874, ξεκίνησε τη μεγάλη του ανασκαφή, που αποκάλυψε τους πέντε τάφους του Ταφικού Κύκλου Α, υπό την επίβλεψη του Π. Σταματάκη, ο οποίος συνέχισε τις εργασίες το διάστημα 1876-1877, αποκαλύπτοντας και τον έκτο τάφο.
Στη συνέχεια, ανασκαφές στα ανάκτορα και στα νεκροταφεία πραγματοποίησαν οι Χ. Τσούντας (1884-1902), Δ. Ευαγγελίδης (1909), G. Rosenwaldt (1911), Α. Κεραμόπουλος (1917), και A.J.B. Wace (1920-1923, 1939, 1950-1957). Παράλληλα, οι Ι. Παπαδημητρίου και Γ. Μυλωνάς της Αρχαιολογικής Εταιρείας ανέσκαψαν τον Ταφικό Κύκλο Β και οικίες, κατά τα έτη 1952-1955, ενώ ο Γ. Μυλωνάς μαζί με το Ν. Βερδελή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ανέσκαψαν τμήματα του οικισμού.
Οι ανασκαφές της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, υπό την επίβλεψη του λόρδου W. Taylour αποκάλυψαν το θρησκευτικό κέντρο, ενώ έρευνες συνεχίσθηκαν και από την Αρχαιολογική Εταιρεία με το Γ. Μυλωνά και το Σπ. Ιακωβίδη το 1959 και 1969-1974.
Αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν το 1950-1955 από τον Α. Ορλάνδο και τον Ε. Στίκα στο θολωτό τάφο της Κλυταιμνήστρας, στο ανάκτορο, στο χώρο γύρω από την Πύλη των Λεόντων και στον Ταφικό Κύκλο Β. Από το 1998 βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο «Συντήρηση-Στερέωση-Ανάδειξη των Μνημείων της Ακροπόλεως Μυκηνών και του Ευρύτερου Περιβάλλοντος Χώρου», το οποίο ανέλαβε αρχικά η Ομάδα Εργασίας Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου και στη συνέχεια η Επιτροπή Μυκηνών, που δημιουργήθηκε το 1999 από το Υπουργείο Πολιτισμού.

Περιγραφή 2

Ο αρχαιολογικός χώρος των Μυκηνών περιλαμβάνει την τειχισμένη ακρόπολη στην κορυφή του υψώματος, καθώς και διάσπαρτα ταφικά και οικιστικά συγκροτήματα έξω από αυτήν, κυρίως στα δυτικά και νοτιοδυτικά. Τα περισσότερα από τα μνημεία, που είναι σήμερα ορατά, χρονολογούνται στην περίοδο της μεγάλης ακμής του ανακτορικού κέντρου, από το 1350 έως το 1200 π.Χ. Η ακρόπολη έχει κάτοψη σχεδόν τριγωνική και είναι οχυρωμένη με τα λεγόμενα κυκλώπεια τείχη. Η κύρια είσοδός της, στη βορειοδυτική γωνία των τειχών, είναι η περίφημη Πύλη των Λεόντων, σύμβολο εξουσίας και δύναμης των Μυκηναίων ηγεμόνων. Το ανάγλυφο που έδωσε στην πύλη το όνομά της, παριστάνει δύο συμμετρικά αντιμέτωπα λιοντάρια και είναι λαξευμένο σε μία πλάκα τοποθετημένη στο «ανακουφιστικό τρίγωνο», χαρακτηριστικό στοιχείο της μνημειακής μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής.
Δεξιά από την Πύλη των Λεόντων υπάρχουν τα κατάλοιπα χτίριου, που ονομάσθηκε Σιταποθήκη, επειδή στα υπόγειά του βρέθηκε απανθρακωμένο σιτάρι. Προχωρώντας κατά μήκος του δυτικού σκέλους του τείχους ο επισκέπτης συναντά πρώτα τον Ταφικό Κύκλο Α, που περικλείει τους έξι μεγάλους λακκοειδείς τάφους, στους οποίους βρέθηκαν πολλά χρυσά αντικείμενα και άλλα πολύτιμα έργα τέχνης. Ακολουθεί μία σειρά κτηρίων, που πιθανότατα ήταν κατοικίες αξιωματούχων: η Οικία του Κρατήρα των Πολεμιστών, το Κτήριο της Αναβάθρας, η Νότια Οικία και η Οικία της Ακρόπολης.
Το θρησκευτικό κέντρο, που αναπτύσσεται κατά μήκος του νότιου σκέλους του τείχους, περιλαμβάνει κτηριακά συγκροτήματα λατρευτικού χαρακτήρα, όπως το Ιερό των Ειδώλων, το Κτήριο των Τοιχογραφιών, την Οικία Τσούντα και την Οικία του Αρχιερέως.
Ένα κλιμακοστάσιο και μία μεγάλη πομπική οδός συνέδεαν τα ιερά αυτά με το ανάκτορο.
Το ανάκτορο, σύμβολο της δύναμης των Μυκηναίων βασιλέων, δεσπόζει στο ψηλότερο σημείο της ακρόπολης. Είναι κτισμένο σε τεχνητά άνδηρα και η κύρια πρόσβαση σε αυτό γινόταν με μία μεγάλη ανάβαθρα, που ξεκινούσε από την Πύλη των Λεόντων.
Τα επίσημα διαμερίσματα του ανακτόρου περιλαμβάνουν τη μεγάλη αυλή, τον ξενώνα και τον πυρήνα του συγκροτήματος, το μυκηναϊκό μέγαρο, το οποίο αποτελείται από τρία μέρη: την αίθουσα, τον πρόδομο και το δόμο, όπου βρισκόταν ο θρόνος του ηγεμόνα και μία κεντρική εστία ανάμεσα σε τέσσερις κίονες.
Στο ανακτορικό συγκρότημα περιλαμβάνονται και άλλα κτήρια, που σχετίζονται με το μονοπωλιακό σύστημα διοίκησης των Μυκηναίων, κυρίως χώροι αποθήκευσης και παραγωγής, τα βασιλικά εργαστήρια, χώροι λατρείας και κατοικίες, που πρέπει να ανήκαν σε αξιωματούχους.
Στο βορειοανατολικό άκρο του τειχισμένου χώρου βρίσκεται η είσοδος της υπόγειας κρήνης, που κτίσθηκε κατά την τρίτη οικοδομική φάση της οχύρωσης για να εξασφαλισθεί η πρόσβαση προς το νερό από την ακρόπολη σε περίπτωση πολιορκίας. Μία σύριγγα στεγασμένη κατά τον εκφορικό τρόπο οδηγεί σε δεξαμενή 18 μ. βαθύτερα, η οποία βρίσκεται έξω από τα τείχη και κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Σε μικρή απόσταση προς τα δυτικά της εισόδου προς τη δεξαμενή, βρίσκεται η δεύτερη πύλη του τείχους, η λεγόμενη Βόρεια Πύλη, που είναι ίδιας κατασκευής με την Πύλη των Λεόντων, αλλά μικρότερη.
Έξω από τα τείχη της ακρόπολης, δυτικά της Πύλης των Λεόντων, βρίσκεται ο Ταφικός Κύκλος Β, που περικλείει 14 λακκοειδείς τάφους. Στην ίδια περιοχή σώζονται τέσσερις θολωτοί τάφοι, από τους εννέα τάφους αυτού του τύπου που έχουν αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα στις Μυκήνες, στους οποίους αντιπροσωπεύονται τα στάδια της εξέλιξης του τύπου. Πρόκειται για τον Τάφο των Λεόντων, τον Τάφο του Αιγίσθου, τον Τάφο της Κλυταιμνήστρας και, λίγο νοτιότερα, τον περίφημο «Θησαυρό του Ατρέα», το τελειότερο παράδειγμα αυτού του τύπου, με τα τεράστια υπέρθυρα, το επιβλητικό ύψος της κυψελοειδούς θόλου και την πλούσια διακοσμημένη πρόσοψή του.
Περίπου 50 μ. νότια του Ταφικού Κύκλου Β και δίπλα στο σύγχρονο δρόμο σώζονται τα λείψανα συγκροτήματος τεσσάρων κτηρίων, που ονομάσθηκαν Οικία των Ασπίδων, Οικία του Λαδεμπόρου, Οικία των Σφιγγών και Δυτική Οικία. Όπως υποδηλώνουν οι ενεπίγραφες πήλινες πινακίδες που βρέθηκαν στην Οικία του Λαδεμπόρου και αναφέρονται στο προσωπικό, σε λάδι και σε μυρωδικά, πρόκειται για εργαστήριο παραγωγής αρωμάτων και αρωματικού λαδιού, προϊόντων εξαγωγής των Μυκηναίων. Στην περιοχή γύρω από την ακρόπολη διατηρούνται ακόμη ίχνη του πολύ ανεπτυγμένου οδικού δικτύου, που συνέδεε τις Μυκήνες με άλλα μεγάλα κέντρα της περιοχής. Από αυτό το δίκτυο σώζεται ένας δρόμος με γέφυρα, κοντά στο νεκροταφείο του σημερινού χωριού, ενώ σε ένα δεύτερο δρόμο, που ακολουθούσε την πορεία του βόρειου τείχους, διακρίνονται ακόμη οι αυλακώσεις από τους τροχούς των αρμάτων επάνω στο βράχο.

Γεώργιος Λαμπής – Μυκήνες, Ιούνιος 2009.

ΜΥΚΗΝΕΣ ( ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ )







Γεώργιος Λαμπής – Μυκήνες, Ιούνιος 2009.






ΚΕΡΚΥΡΑ – ΑΓΓΕΛΟΚΑΣΤΡΟ


Το Αγγελόκαστρο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα φρουριακά συγκροτήματα της Κέρκυρας.
Η ιδιαίτερη στρατηγική και απόρθητη θέση του στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού, που ελέγχει σχεδόν όλη την θαλάσσια περιοχή της νότιας Αδριατικής καθόρισε την τύχη και την πορεία της Κέρκυρας για πολλούς αιώνες.
Σοβαρές ενδείξεις όπως δυο παλαιοχριστιανικά θωράκια που διασώθηκαν στην κορυφή, αλλά και ανασκαφικά στοιχεία που προέκυψαν κατά τις εργασίες ανάδειξης του φρουρίου το 1999, δεν αποκλείουν πιθανή οχύρωση η εγκατάσταση στον χώρο για πρώτη φορά ήδη στους πρώτους βυζαντινούς χρόνους 5ο και 7ο αιώνας.
Εξετάζοντας το ιστορικό πλαίσιο του βυζαντινού κράτους από τον 11ο και 12ο αιώνα, παρότι δεν υπάρχει αντίστοιχη μαρτυρία από τις γραπτές πηγές, δεν είναι άστοχο να δεχτούμε ότι οι Κομνηνοί αυτοκράτορες σχετίζονται με τον χώρο.
Ειδικότερα αν ληφθεί υπόψιν ότι στα 1071 χάνονται για πάντα οι βυζαντινές κτήσεις στη νότιο Ιταλία και η Κέρκυρα αυτόματα γίνεται σύνορο ανάμεσα στο βυζαντινό κράτος και τους δυτικούς επικίνδυνους εχθρούς του.
Ενδεχομένως λοιπόν οι Κομνηνοί να προέβησαν σε οχυρωματικά έργα στον χώρο, προκειμένου να εξασφαλίσουν την Κέρκυρα από τον εκ δυσμάς μεγάλο κίνδυνο δηλαδή τους Νορμανδούς της Σικελίας, οι οποίοι με τις συνεχείς επιδρομές τους έκαναν το νησί επίκεντρο πολεμικών συγκρούσεων.
Με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους σταυροφόρους το 1204 και τον διαμελισμό του βυζαντινού κράτους η Κέρκυρα ακολουθεί μια σειρά ξένων εναλλασσόμενων κυριάρχων και το 1267 προσαρτάται στους Ανδηγαύους της Νεαπόλεως, οι οποίοι λίγο αργότερα το 1272 καταλαμβάνουν το Αγγελόκαστρο, σύμφωνα με την έκθεση παραλαβής του, που αποτελεί την παλαιότερη μέχρι τώρα γραπτή αναφορά του φρουρίου.
Η προσάρτηση της Κέρκυρας το 1386 στους Βενετούς σύμφωνα με τις πηγές βρίσκει το Αγγελόκαστρο σε καλή κατάσταση.
Σε όλη την διάρκεια της Ενετοκρατίας ( 1386 – 1797 ) το Αγγελόκαστρο βρίσκεται πάντα στο προσκήνιο εφόσον η λειτουργία του εξασφαλίζει την ασφάλεια των γύρω κατοίκων από κατά καιρούς επίδοξους κατακτητές, όπως Τούρκους και Γενοβέζους, αλλά και την επιτήρηση της θαλάσσιας κίνησης στην Αδριατική, βασική μέριμνα της Γαληνοτάτης.
Ο διοικητής του, με τον τίτλο Καστελλάνος, συνήθως διορίζεται από το συμβούλιο της πόλης της Κέρκυρας για ένα χρόνο και είναι ευγενής.
Ο 19ος αιώνας βρίσκει το Αγγελόκαστρο σε εγκατάλειψη δεδομένης της αχρηστίας που περιέπεσαν τα κάστρα με τις αλλαγές που συνέβησαν στην πολεμική τέχνη και έτσι με την πάροδο του χρόνου ερημώνεται.
Το 1999 για πρώτη φορά ξεκίνησε σοβαρά η προσπάθεια διάσωσης και ανάδειξης του από το υπουργείο πολιτισμού μέσα από προγράμματα της ευρωπαϊκής ένωσης.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ

Το Αγγελόκαστρο είναι ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά κάστρα της Ελλάδας. Βρίσκεται στο νησί της Κέρκυρας στην κορυφή της υψηλότερης αιχμής της ακτής του νησιού στη βορειοδυτική ακτή κοντά στην Παλαιοκαστρίτσα και πάνω στην άκρη της κορυφής της απότομης πλαγιάς.
Η προέλευση του ονόματός του δεν είναι απολύτως σαφής, μερικοί ιστορικοί αναφέρουν ότι το 1214 ο Μιχαήλ Α΄ ο Κομνηνός, δεσπότης της Ηπείρου κατέλαβε την Κέρκυρα και μετά από το θάνατό του, ο Μιχαήλ Β' ο Κομνηνός, οχύρωσε την περιοχή χτίζοντας το κάστρο και του έδωσε το όνομα του πατέρα του: Αγγελόκαστρο. Σήμερα το κάστρο, αν και εσφαλμένα, ονομάζεται και Κάστρο του Αρχάγγελου Μιχαήλ.
Επειδή η τοποθεσία του κάστρου βρίσκεται σε σημαντική στρατηγική θέση, το Αγγελόκαστρο έπαιξε σημαντικό ρόλο για την τύχη του νησιού για πολλούς αιώνες.
Σε εποχές ειρήνης ήταν επίσης κέντρο εμπορίου και ανάπτυξης. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών το 1997 από την Εταιρεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της Κέρκυρας, δύο αρχαίοι χριστιανικοί τάφοι ανακαλύφτηκαν στην άκρη της ακρόπολης, επιδεικνύοντας ότι η περιοχή κατοικείτο από την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (5ος-7ος αι. Μ.Χ.).
Το Αγγελόκαστρο χτίστηκε στις αρχές του 12ου αιώνα . Στην ακμή του μπορούσε να προστατέψει, σε περίπτωση ανάγκης, ολόκληρο τον πληθυσμό της περιοχής (4000 ανθρώπους). Πολιορκήθηκε μόνο μία φορά το 1386 από τους ενετούς. Το 1537 προσπάθησε να το πολιορκήσει ο Μπαρμπαρόσα αλλά απέτυχε λόγω του θάρρους και της ανδρείας που έδειξαν οι κάτοικοι αλλά και ο λιγοστός στρατός της φρουράς . Στο εσωτερικό του σώζονται δύο μεγάλες δεξαμενές νερού και οι εκκλησίες των Ταξιαρχών και της Αγ. Κυριακής. Η εκκλησία των Ταξιαρχών κτίστηκε το 1784 στη θέση παλαιότερης. Η Αγ. Κυριακή είναι κτισμένη σε ένα μικρό σπήλαιο και έχει τοιχογραφίες του 18ου αι.


Γεώργιος Λαμπής – Κέρκυρα,Αγγελόκαστρο, Ιούλιος 2009.

ΚΕΡΚΥΡΑ – ΑΓΓΕΛΟΚΑΣΤΡΟ ( ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ )





Γεώργιος Λαμπής – Κέρκυρα,Αγγελόκαστρο, Ιούλιος 2009.


ΚΕΡΚΥΡΑ – ΑΧΙΛΛΕΙΟ


Η Κέρκυρα, το πανέμορφο αυτό μυθικό νησί των Φαιάκων, έχει πάνω της κι ένα στολίδι ξεχωριστό από τα υπόλοιπα.
Ξεχωριστό, όχι τόσο για την ομορφιά του, όσο για τους ανθρώπους που το δημιούργησαν οι σχετίστηκαν με αυτό, προσωπικότητες σημαντικές τόσο για την παγκόσμια ιστορία όσο και για την ίδια την Κέρκυρα.
Αυτό λοιπόν το στολίδι, είναι το αχίλλειο. Χτισμένο στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα (1889-1891) από τη βασίλισσα της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας Ελισάβετ, περισσότερο γνωστή ως Σίσυ.
Αγοράστηκε μετά τη δολοφονία της, από τον κάιζερ Γουλιέλμο τον Β της Γερμανία. Όμως, ο Α Παγκόσμιος πόλεμος που ξεκίνησε το 1914 από τον ίδιο και κατέστρεψε τη Γερμανία, τον εμπόδισε να απολαύσει το αχίλλειο και την Κέρκυρα.
Ίσως αν είχε ζήσει λίγο περισσότερο με τους ανθρώπους του Ιονίου, να αντιλαμβανόταν το μάταιο του πολέμου μπροστά στην ομορφιά της φύσης και τη δύναμη του χρόνου.
Η περίοδος που ακολούθησε ήταν δύσκολη για το υπέροχο αυτό κτίριο και τους χώρους που το περιβάλλουν, δυο παγκόσμιοι πόλεμοι καθώς και η κατεστραμμένη οικονομία του νησιού και του κράτους την δεκαετία 1950-1960 επέτρεψαν στον χρόνο να φθείρει το αχίλλειο.
τότε το 1962, η ελληνική κυβέρνηση παραχώρησε για είκοσι χρόνια τον χώρο σε όμιλο εταιρειών, που με την ιδιαίτερη φροντίδα ενός Γερμανού βαρόνου, συντήρησαν το κτίριο, επανάσυνέλεξαν πολλά από τα πωληθεντα και χαμένα αντικείμενα και έργα τέχνης που το κοσμούσαν και ίδρυσαν στους χώρους του αχίλλειου καζίνο και Μουσείο του αχίλλειου, το οποίο λειτουργεί ως σήμερα.
Το καζίνο μεταφέρθηκε σε μεγάλο ξενοδοχείο της Κέρκυρας, αφήνοντας έτσι τον Αχιλλέα, την Ελισάβετ και τον κάιζερ, μαζί με όσους πλαισίωσαν την δημιουργία αυτού του χώρου, να πάρουν επιτέλους ανενόχλητοι αυτό το κόσμημα του Ιουνίου.
Το Αχίλλειον, κοσμούν δύο πανέμορφα αγάλματα, ο Θνήσκων Αχιλλέυς και ο νικών Αχιλλέυς.
Ο Θνήσκων Αχιλλέυς, πρόκειται για το σημαντικότερο άγαλμα του Αχιλλείου και το αγαπημένο της πρώτης ιδιοκτήτριας του,Ελισάβετ. είναι έργο του Γερμανού γλύπτη Ernest gustav Herter, του 1884 και μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα με την αποπεράτωση των εργασιών της ανοικοδόμησης του κτιρίου.
Το έργο παρουσιάζει τον Αχιλλέα, τον μεγαλύτερο από τους αχαιους πολεμιστές, ενώ έχει χτυπηθεί θανάσιμα από βέλος στην φτέρνα.
Σύμφωνα με τον Όμηρο πάντα, η μητέρα του Αχιλλέα που ήταν ίδια αθάνατη, θέλησε να κάνει και τον γιο της αθάνατο.΄
Έτσι,κρυφά από τον Πηλέα, τον θνητό της σύζυγό, έκαιγε κάθε βράδυ το μικρό Αχιλλέα και μετά τον βουτούσε στα νερά της στυγας για να τον κάνει άτρωτο.
μονό, η φτέρνα από την οποία τον κρατούσε, δεν ήταν άτρωτη.
Αυτό γνωρίζοντας ο Απόλλωνας, δίνει εντολή στον Πάρι να σημαδέψει από μακριά τον Αχιλλέα με το τόξο του.
Το βέλος, που ο ίδιος ο Θεός το κατευθύνει, χτυπάει τον στόχο του και ο Αχιλλέας, όπως απεικονίζεται ανάγλυφα εδώ, κάνει μία τελευταία προσπάθεια να το βγάλει.
Ο Νίκων Αχιλλέυς. Η επιθανάτια αυτή απεικόνιση του Αχιλλέα, δεν άρεσε στον δεύτερο ιδιοκτήτη του Αχιλλείου, το Γουλιέλμο. Και γι αυτό, παρήγγειλε κι έστησε στον χώρο που βρισκόταν αρχικά ο Θνήσκων Αχιλλέυς, το μεγαλοπρεπές αυτό ορειχάλκινο άγαλμα που σώζεται ως σήμερα στο χώρο.
Δημιουργός του είναι ο Γερμανός Johannes Gotz.
Το άγαλμα είναι μάλλον μέτριο από καλλιτεχνικής άποψης, εκφράζει όμως το πνεύμα που κυριαρχούσε στη Γερμανία την εποχή εκείνη.
Στην βάση του αγάλματος υπήρχε, κατά τα πρότυπα των αντίστοιχων αρχαίων, επιγραφή στα αρχαία ελληνικά που έλεγε ( τονδε αχιλληα πηλειδην, Γερμανών κραταιών Γουλιέλμος στησαι, μνήμα επιγιγνώμενοις ) δηλαδή,( αυτό το άγαλμα του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα, το έστησε εδώ ο Γουλιέλμος των δυνατών Γερμανών, για να τον θυμούνται οι μεταγενέστεροι ). Η επιγραφή αυτή αφαιρέθηκε από τους Γάλλους κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Οποίος επισκεφτεί την Κέρκυρα και πάει στο αχίλλειο αξίζει να δει την μεγαλειώδης ελαιογραφία του Franz matsch,που βρίσκεται στο τέλος της σκάλας που ξεκινάει από τον χώρο υποδοχής και ονομάζεται ο θρίαμβος του Αχιλλέα.
Παριστάνει την περιφορά του νεκρού Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας, από τον Αχιλλέα. Σύμφωνα με τον όμηρο, ενώ ο Αχιλλέας είχε αποσυρθεί από τις συγκρούσεις με τους Τρώες, λόγω της διαφωνίας του με τον Αγαμέμνονα, ο φίλος του ο Πάτροκλος, του ζήτησε την πανοπλία του για να βγει στην μάχη.
Γιατί από τότε που ο Αχιλλέας δεν συμμετείχε, οι Τρώες είχαν κυνηγήσει αρκετές φορές τους Έλληνες ως τα πλοία τους.
Ο Αχιλλέας δέχτηκε, αλλά με τον όρο να μην παρασυρθεί και φτάσει ως τα τείχη της Τροίας. Πράγματι, η πανοπλία του Αχιλλέα και το άρμα του τρόμαξαν τους Τρώες, οι οποίοι υποχωρούσαν και έτσι ο Πάτροκλος χωρίς να το καταλάβει έφτασε έξω από τις πύλες της Τροίας.
Όμως, ο Έκτορας που στάθηκε μπροστά του, τον σκότωσε και του πήρε την πανοπλία, ενώ αν και σκότωσε τον αμαξηλάτη του, τα άλογα του Αχιλλέα γύρισαν μόνα τους στο στρατόπεδο.
Αφού οι Έλληνες, μετά από πολύωρη μάχη κατάφεραν απ να πάρουν πίσω το νεκρό Πάτροκλο, ο Αχιλλέας ετοιμάζεται να πάρει εκδίκηση. παραγγέλνει από την Θέτιδα, τη μητέρα του, νέα όπλα και πανοπλία, που του φτιάχνει ο Ήφαιστος.
Από αυτή τη στιγμή, περιμένει να βρει μπροστά του τον Έκτορα, κάτι που αναπόφευκτα γίνεται στις επόμενες μάχες. Στην σύγκρουσή τους, όμως ο Απόλλωνας χτύπησε πρώτος τον Πάτροκλο, έτσι τώρα η Αθήνα μπερδεύει τον Έκτορα, ο οποίος εν τέλει πέφτει νεκρός, χτυπημένος στον λαιμό από το δόρυ του Αχιλλέα.
Μετά, και αφού όλοι οι Αχαιοί τρυπήσουν με τις λόγχες τους το σώμα του Έκτορα, ο Αχιλλέας τον περιφέρει δεμένο στο άρμα του τρεις φορές γύρω από τα τείχη της Τροίας.
Αυτή τη σκηνή έχει απαθανατίσει ο δημιουργός του έργου.
σημαντικές είναι επίσης κάποιες λεπτομέρειες στον πίνακα.
Το σώμα του νεκρού Έκτορα, παρ ότι το έχουν τρυπήσει με τα δόρατα τους όλοι οι Έλληνες, παραμένει άθικτο. Αυτό συμβαίνει γιατί ο Απόλλωνας θέλησε να μην γίνει σε ένα προστατευόμενο του τέτοια προσβολή.
Επίσης, στην πύλη της Τροίας σε υπέρθυρο υπάρχει ένας αγκυλωτός Σταυρός. Σύμβολο πανάρχαιο που η καταγωγή του χάνεται κάπου στην Ανατολή, ο αγκυλωτός Σταύρος ήταν μεταξύ άλλων και ένα από τα σύμβολα της Τροίας.
Τέλος, παρατηρεί κανείς πως, ενώ ο πίνακας είναι γεμάτος κίνηση, ο τροχός του άρματος του Αχιλλέα, μοιάζει ακίνητος. Σύμφωνα με μια θεωρία, πρόκειται για εσκεμμένο λάθος του δημιουργού, που ακολούθησε τη λογική των αναπαραστάσεων αρματοδρομιών κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Υπάρχει βέβαια και η φήμη, πως ο καλλιτέχνης αυτοκτόνησε, εξαιτίας της αποτυχίας του αυτής.




Γεώργιος Λαμπής – Κέρκυρα, Αχίλλειο, Ιούλιος 2009.

ΚΕΡΚΥΡΑ - ΑΧΙΛΛΕΙΟ ( ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ )






Γεώργιος Λαμπής – Κέρκυρα, Αχίλλειο, Ιούλιος 2009.