Σάββατο 13 Απριλίου 2013

ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ ΛΑΥΡΙΟΥ

 
 
 
 
 
Με τη γενική ονομασία μεταλλεία Λαυρίου φέρεται μια σειρά μεταλλείων και μεταλλευτικών εγκαταστάσεων που υπάρχουν στην ευρύτερη περιοχή του Λαυρίου και έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης επί περίπου 5.000 χρόνια. Τα μεταλλεύματα του αργύρου στη περιοχή του λαυρίου είναι κυρίως μεταλλεύματα μολύβδου και αργύρου.
Τα μεταλλεία στην περιοχή του Λαυρίου είναι από τα αρχαιότερα μεταλλεία στον Ελλαδικό χώρο. Η μεταλλευτική δραστηριότητα σε αυτά χρονολογείται από το 3.000 π.Χ., (ίχνη εξορύξεως χαλκού στην περιοχή Θορικού) αλλά η συστηματική εκμετάλλευσή τους αρχίζει με τη γέννηση της Αθηναϊκής Δημοκρατίας το 508 π.Χ. από τον Κλεισθένη Τα μεταλλεία του Λαυρίου υπήρξαν η κύρια πηγή πλούτου της Αθήνας κατά την κλασική εποχή (5ος και 4ος π.Χ. αιώνας). Η πρώτη ενέργεια που βασίστηκε στα μεταλλεία αυτά υπήρξε προγενέστερη της εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας, όπως αυτή τοποθετείται από τους ιστορικούς: Ήταν η κοπή ενός από τα πρώτα αργυρά νομίσματα στον κόσμο, της αθηναϊκής δραχμής, γύρω στο 580 π.Χ. Γύρω στα 512 π.Χ. η Αθήνα υποχρεώθηκε να βασιστεί αποκλειστικά στα μεταλλεία του Λαυρίου, καθώς οι Πέρσες είχαν εισβάλει στη Βόρεια Ελλάδα. Οι πρόσοδοι από τα μεταλλεία αυτά έγιναν αισθητές γύρω στο 500 π.Χ., ενώ οι πολεμικές προετοιμασίες απόκρουσης των Περσών (Μάχη του Μαραθώνα) βασίστηκαν στον άργυρο που εξορυσσόταν στα μεταλλεία. Το 482 π.Χ. εντοπίζεται ένα νέο μεγάλο αργυρούχο κοίτασμα στην περιοχή και ο Θεμιστοκλής πείθει τους Αθηναίους να διατεθούν τα προερχόμενα από αυτό έσοδα για την κατασκευή ενός ισχυρού στόλου. Η Αθήνα διέθετε ήδη 70 πολεμικά πλοία και με τα χρήματα από τα μεταλλεία κατασκεύασε άλλα 130. Με τα πλοία αυτά η Αθήνα κατάφερε να αποκρούσει τις δυνάμεις του Ξέρξη, ο οποίος έχοντας περάσει τις Θερμοπύλες κατέβαινε προς την πόλη. Ο αθηναϊκός στόλος, έχοντας αποκτήσει την απαιτούμενη ισχύ, καταναυμάχησε τον Περσικό στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, στερώντας έτσι τις Περσικές δυνάμεις ξηράς από τις προμήθειες και τη δυνατότητα ανεφοδιασμού τους.
Τα μεταλλεία έχασαν προσωρινά την αξία τους, όταν η Αθήνα έχασε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Επανήλθαν προσωρινά σε αξιόλογη εκμετάλλευση επί εποχής Λυκούργου κατά τον 4ο αιώνα, ωστόσο η ανακάλυψη νέων μεταλλείων στη Βόρεια Ελλάδα και η αθηναϊκή παρακμή τα έθεσαν στο περιθώριο. Τελικά, οι μεταλλευτικές δραστηριότητες διακόπηκαν ολοσχερώς τον 2ο αιώνα, επειδή, πρώτον η εξόρυξη, φθάνοντας σε βάθη 100 μ., συνάντησε νερό στις στοές, δεύτερον, οι Ρωμαίοι βρήκαν πολύ δύσκολη και την επεξεργασία του μεταλλεύματος και τρίτον, οι Ρωμαίοι άρχισαν την εκμετάλλευση των πλούσιων κοιτάσματων αργύρου στην Ισπανία, με αποτέλεσμα τα μεταλλεία Λαυρίου να χάσουν τα πρωτεία στην παραγωγή αργύρου παγκοσμίως, μια θέση που κατείχαν για σχεδόν μία χιλιετία.
Υπολογίζεται ότι από τον 7ο μέχρι το 1ο αιώνα π.Χ. από τα μεταλλεία εξορύχθηκαν 3.500 τόνοι αργύρου και 1.4000.000 τόνοι μολύβδου.[3] Η μέγιστη παραγωγή παρατηρήθηκε κατά τα κλασσικά χρόνια με μέση ετήσια παραγωγή 30 τόνους αργύρου.
Τα μεταλλεία παρέμειναν σε αδράνεια μέχρι το 19ο αιώνα μ.Χ. Το 1860 ο Ανδρέας Κορδέλλας (1836 - 1909), μεταλλειολόγος γεννημένος στη Σμύρνη με σπουδές στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας επισκέπτεται την περιοχή και διαβλέπει σημαντική οικονομική προοπτική με την ανάτηξη των σκωριών και την επεξεργασία των εκβολάδων[4]. Έρχεται σε επαφή με τον Τζιανμπατίστα Σερπιέρι (Gianbattista Serpieri, 1832-1897), Ιταλό μεταλλειολόγο, ο οποίος ήδη ασχολείτο με παρόμοιες εργασίες εκμετάλλευσης σκωρίας ρωμαϊκής εποχής ορυχείων στο Κάλιαρι της Σαρδηνίας. Ο Σερπιέρι διαβλέπει επίσης την οικονομική δυνατότητα που του προσφέρει το Λαύριο και, το 1864, ιδρύει την εταιρεία "Roux - Serpieri - Fressynet C.E." (ή "Hilarion Roux et Cie") εν μέρει με δικά του κεφάλαια αλλά και με συμμετοχή του γαλλικού (έδρα στη Μασσαλία) τραπεζικού οίκου "I. Roux-Fressynet". Η εταιρεία διατηρείται μέχρι το 1873, έχοντας μετονομαστεί σε "Ελληνική Εταιρεία των Μεταλλουργείων Λαυρίου", κατασκευάζοντας εγκαταστάσεις στο λιμένα του Λαυρίου, στη θέση "Εργαστηριάκια" και αναλαμβάνει την παραγωγή αργυρούχου μολύβδου από τις σκωρίες. Το 1865 διαθέτει 18 καμίνους, εγκαταστάσεις μεταλλοπλυσίας, μηχανουργείο και σιδηρόδρομο, απασχολώντας, το 1867, 1.200 εργαζόμενους, τεράστιο αριθμό για την εποχή.
Το 1869 ανακύπτει το "Λαυρεωτικό ζήτημα", καθώς η εταιρεία διεκδικεί από το ελληνικό κράτος τις αρχαίες εκβολάδες, με αποτέλεσμα τη σύγκρουσή της με αυτό. Η λύση στο ζήτημα που προέκυψε ήταν, μετά από διαπραγματεύσεις, να δημιουργηθούν δύο εταιρείες: Η "Εταιρεία των Μεταλλουργείων Λαυρίου" (ελληνική) και η "Μεταλλεία Καμάριζας" (1873). Το 1876 η δεύτερη παραχωρεί τη θέση της στην γαλλική εταιρεία "C.F.M.L. (Compagnie Francaise des Mines du Laurium)", την οποία ιδρύει και πάλι ο Σερπιέρι και κατασκευάζει νέο εργοστάσιο στη θέση "Κυπριανός".
Η εταιρεία αυτή θα επιζήσει μέχρι το 1877 και το Λαύριο ακολουθεί έκτοτε την πορεία των δύο νέων εταιρειών: Οικίες και καταστήματα ανήκαν στις εταιρείες, που έχουν αναλάβει και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των εργαζομένων, την κατασκευή σχολείων, ναών, λιμενικών εγκαταστάσεων.[5] Το 1880 εμφανίζεται η πρώτη σοβαρή κρίση: Οι τιμές του μολύβδου πέφτουν διεθνώς και οι εταιρείες αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση. Το βασικό πλήγμα και στις δύο το επέφερε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Το 1930 η ελληνική εταιρεία εκποιείται σε μια βρετανική, η οποία διακόπτει τις εργασίες, ενώ η γαλλική συνεχίζει, αλλά με μειωμένες δραστηριότητες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και ενώ ο πληθυσμός της πόλης έχει μειωθεί κατά 50%, εγκαθίστανται σε αυτήν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, που της δίνουν νέα ζωή. Η γαλλική εταιρεία επιζεί και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και, τη δεκαετία του 1950, αρχίζει και πάλι η εντατική εκμετάλλευση των σκωριών, των εκβολάδων και των μεταλλείων. Η εταιρεία, ωστόσο, αναγκάστηκε να διακόψει τις δραστηριότητές της το 1982, ως συνέπεια της αποβιομηχάνισης που επεκτάθηκε σε όλη τη χώρα τη δεκαετία του '80. Τότε δημιουργήθηκε στη θέση της η κρατική εταιρεία ΕΜΜΕΛ (Ελληνική Μεταλλευτική Μεταλλουργική Εταιρεία) η οποία λειτούργησε έως το 1992. Οι περισσότερες μονάδες διέκοψαν τη λειτουργία τους και περισσότερο από το 20% των κατοίκων της πόλης, έχοντας πληγεί από την ανεργία, την εγκαταλείπουν. Το 1994 το εργοστάσιο της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου στον Κυπριανό αγοράστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού, κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο και παραχωρήθηκε στο ΕΜΠ το οποίο δημιούργησε εκεί το Τεχνολογικό-Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου.

ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Ο Ιερός Ναός της Ευαγγελιστρίας της Τήνου ή Παναγία της Τήνου, είναι ορθόδοξος ναός της Τήνου που λειτουργεί επίσης ως φιλανθρωπικό και κοινωφελές ίδρυμα το οποίο διοικείται από επιτροπή με πρόεδρο τον εκάστοτε Μητροπολίτη Σύρου Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου. Η εκκλησία αποτελεί προορισμό αρκετών Χριστιανών προσκυνητών.
Ο ναός της Παναγίας της Τήνου κτίστηκε σε σημείο όπου βρέθηκε εικόνα της Παναγίας, κατά τη θρησκευτική παράδοση μετά από σχετικά οράματα της μοναχής Αγίας Πελαγίας. Η εικόνα ανακαλύφθηκε μετά από ανασκαφές στις 30 Ιανουαρίου 1823 και ενώ προηγήθηκαν ανασκαφές το 1822 που αποκάλυψαν τον αρχαίο ναό του Διονύσου και ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Η είδηση της εύρεσης της εικόνας, κατά την περίοδο της ελληνικής επανάστασης του 1821 θεωρήθηκε καλός οιωνός και το νησί επισκέφτηκαν για αυτό το λόγο οι Κολοκοτρώνης, Μιαούλης, Νικηταράς και Μακρυγιάννης, για να προσκυνήσουν.
Μετά την εύρεση της εικόνας ακολούθησε η οικοδόμηση της εκκλησίας. Απαιτήθηκαν μεγάλες ποσότητες μαρμάρων, οι οποίες κατά κύριο λόγο μεταφέρθηκαν από τον αρχαιολογικό χώρο της γειτονικής Δήλου. Απαιτούνταν επίσης και μεγάλος αριθμός εργατών επεξεργασίας και τοποθέτησης μαρμάρων, αλλά κυρίως πολλά χρήματα η έλλειψη των οποίων έφερνε πολλές φορές σε αμηχανία τους επιστάτες του έργου που δυσκολεύονταν να πληρώσουν στο τέλος της εβδομάδας, εργαζόμενους και υλικά. Η ολοκλήρωση του έργου οφείλεται στη σημαντική συνδρομή, σε εργασία και χρήμα, τόσο του τηνιακού λαού, όσο και χριστιανών από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Μέχρι τα μέσα του 1832 είχε ανεγερθεί η ανατολική πτέρυγα του συγκροτήματος, το τμήμα ανατολικά του καμπαναριού και το τμήμα ανατολικά της κεντρικής εισόδου. Το σύνολο των εργασιών ανέγερσης ολοκληρώθηκε το 1880.
Κάθε χρόνο, στις 30 Ιανουαρίου γιορτάζεται η εύρεση της θαυματουργής εικόνας του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Το απόγευμα της παραμονής η Αγία Εικόνα μεταφέρεται με πομπή στον κάτω Ναό της Ευρέσεως και τοποθετείται κοντά στο σημείο όπου επί χρόνια βρισκόταν θαμμένη. Στην συνέχεια τελείται μεγάλος εσπερινός με ειδική ακολουθία. Το βράδυ γίνεται επίσης ακολουθία που παρακολουθεί πλήθος πιστών. Την επόμενη ημέρα τελείται αρχιερατική Θεία Λειτουργία και στη συνέχεια επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνου στην προτομή του Αρχιεπισκόπου Γαβριήλ. Στις 2μμ περίπου γίνεται λιτανεία της Αγίας Εικόνας στα σοκάκια της Τήνου. Στην εξέδρα της προκυμαίας γίνεται δέηση και η πομπή γυρίζει στον Ναό από την Ανατολική πλευρά της πόλης. Πριν τον εσπερινό γίνεται κατάθεση στεφάνου από την Διοικούσα επιτροπή στους Τάφους των κτητόρων και μέσα στον Ιερό Ναό εκφωνείται από τον Μητροπολίτη της Δ.Ε. ή τον αναπληρωτή του ο ετήσιος απολογισμός της προηγούμενης χρονιάς. Το βράδυ της ίδιας ημέρας οι μαθητές του νησιού με επικεφαλής τον Μητροπολίτη με τους Ιερείς, τον Δήμαρχο με το Δημοτικό Συμβούλιο και πολύ κόσμο, πραγματοποιούν το έθιμο της λαμπαδηφορίας (φαναράκια) ψάλλοντας τοπικά τραγούδια.
Μέχρι το 1920, Έλληνες της Μικράς Ασίας ταξίδευαν στην Τήνο με ατμόπλοια και ιστιοφόρα. Και αργότερα στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, συνεχίστηκε η προσέλευση χιλιάδων επισκεπτών από την Ελλάδα και τη Κύπρο, για παρηγοριά και ελπίδα.
Αρκετές χιλιάδες κόσμος εξακολουθούν να έρχονται και στις μέρες μας, παρά τις δύσκολες καιρικές συνθήκες που συνήθως επικρατούν την εποχή αυτή. Την παραμονή της εορτής ψάλλεται πανηγυρικός εσπερινός και την νύχτα γίνεται τη νύχτα και παράκληση. Ο Ναός μένει ανοικτός όλη τη νύχτα. Την ημέρα του Ευαγγελισμού τελείται Αρχιερατική Λειτουργία και κατόπιν λιτάνευση της Εικόνας και δέηση στο Ηρώο, μπροστά στο λιμάνι.
Στις 23 Ιουλίου 1822, σύμφωνα με την παράδοση, η Οσία Πελαγία, είδε μέσα στο κελί της την Παναγία. Κάθε χρόνο, την ίδια μέρα η Εικόνα μεταφέρεται από το Ναό της Μεγαλόχαρης στη Χώρα της Τήνου, στο μοναστήρι της «Κυρίας των Αγγέλων» στο Κεχροβούνι, όπου παραμένει ολόκληρη την μέρα. Στον Ναό της Αγίας Πελαγίας γίνεται πανηγυρική Λειτουργία και Παράκληση. Γύρω στις 6.00 το απόγεμα, ο κλήρος και εκατοντάδες πιστοί που έχουν παρακολουθήσει τη λειτουργία συνοδεύουν την Αγία Εικόνα στην πόλη με τα πόδια. Από όπου περνά η Εικόνα της Παναγίας, οι καμπάνες από όλες τις εκκλησίες και τα εξωκλήσια χτυπούν χαρμόσυνα εν είδει χαιρετισμού στη Χάρη της.
Όταν η Ιερή Πομπή φτάσει στην πόλη, γίνεται δέηση στην εξέδρα της παραλίας, καίγονται πυροτεχνήματα και αργά το βράδυ η Αγία Εικόνα επιστρέφει πάλι στην αρχική θέση της, στο Ναό.
Στο προαύλιο του Ιερού Ναού, ήδη από τις αρχές Αυγούστου γίνονται παρακλήσεις, η μία μετά την άλλη. Την παραμονή της γιορτής το νησί στολίζεται εορταστικά και πλήθος πιστών σύρρεουν. Χιλιάδες προσκυνητές με σεβασμό και ελπίδα, θα φέρουν ένα τάμα, θα σταθούν στην ουρά για να προσκυνήσουν τη Θαυματουργή εικόνα, αναζητώντας παρηγοριά, δύναμη και στήριξη από τη Παναγία.
Την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, καταφθάνουν στη Τήνο οι εκπρόσωποι της Κυβέρνησης και τα στρατιωτικά αγήματα που θα αποδώσουν τιμές. Το βράδυ τελείται Μεγάλος Αρχιερατικός Εσπερινός και στη συνέχεια Παράκληση και Θεία Λειτουργία.
Ανήμερα γίνεται Αρχιερατική Λειτουργία στον Ναό της Μεγαλόχαρης. Κατά την διάρκεια της Λειτουργίας ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης, ο αρχηγός του Ναυτικού και οι άλλοι επίσημοι επιβαίνουν σε τορπιλάκατο του Πολεμικού Ναυτικού και ρίχνουν στεφάνια, έξω από το λιμάνι, στο σημείο που τορπιλίστηκε το " Ελλη" στις 15 Αυγούστου 1940. Μετά το τέλος της λειτουργίας ακολουθεί μεγαλοπρεπής λιτάνευση. Το ιερό κουβούκλιο που φέρει την Εικόνα υποβαστάζεται από άνδρες του Πολεμικού Ναυτικού, ενώ τιμητικά αγήματα από όλα τα όπλα και σώματα ασφαλείας, Αρχιερείς και επίσημοι ακολουθούν με σεβασμό.Η μπάντα του Δήμου παιανίζει πένθιμα εμβατήρια. Δεξιά και αριστερά του κεντρικού δρόμου της Πόλης της Τήνου στέκουν με ευλάβεια και συγκίνηση, οι κάτοικοι και πλήθος από επισκέπτες Ελληνες και ξένοι. Αν και η εκκλησία είναι αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό και όχι στη Κοίμηση της Θεοτόκου, η προσοχή των Πανελλήνων είναι στραμμένη στη Τήνο, λόγω του τορπιλισμού του "Ελλη" που σήμανε την έναρξη του Πολέμου για την Ελλάδα
Ο ναός της Παναγίας της Τήνου είναι επιβλητικό οικοδόμημα από λευκό μάρμαρο, που αποτελεί το πρώτο αξιόλογο αρχιτεκτονικό μνημείο του απελευθερωμένου ελληνικού έθνους. Βρίσκεται σε περίοπτη θέση στη Χώρα της Τήνου. Η επιλογή του ρυθμού της εκκλησίας είναι τρίκλιτη βασιλική με τρούλο. Στα αριστερά της εισόδου από την κεντρική πύλη βρίσκεται το εικονοστάσι, στο οποίο φυλάσσεται η εικόνα της Παναγίας, η οποία είναι γεμάτη από αφιερώματα (τάματα) των πιστών, όπως και παντού στο εσωτερικό.
Αποτελείται από δύο πεντάτοξες κιονοστοιχίες με τέσσερις ολόσωμες μαρμάρινες κολώνες η κάθε μία, που ξεκινούν από την πρόσοψη μέχρι το τέμπλο του ναού. Οι τρεις πόρτες της πρόσοψης, μία σε κάθε κλίτος, παρέχουν πρόσβαση στους προσκυνητές. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο, στο κατώτερο μέρος του ξύλινο επίχρυσο και στο ανώτερο γύψινο με ξύλινα διαζώματα. Ακολουθεί το σχέδιο των υψηλών μεταβυζαντινών σχεδιαστών. Κατασκευάστηκε το 1825 από τον Φραγκίσκο Καναχίλη. Το Ιερό Βήμα βρίσκεται τρεις μαρμάρινες βαθμίδες ψηλότερα από τον κυρίως ναό, στο οποίο υπάρχουν τρεις κόγχες. Η κεντρική βρίσκεται πίσω από την Αγία Τράπεζα, η ανατολική διαμορφώθηκε σε Αγία Τράπεζα προς τιμή της Ανάληψης του Κυρίου και η δυτική προς τιμή της Κοίμησης της Θεοτόκου.
Ο ναός παραμένει μέχρι σήμερα χωρίς ουσιαστικές αλλαγές, εκτός από την κύρια όψη και το καμπαναριό. Σε επαφή με τα Δυτικά του Ναού, πριν τον 19ο αιώνα, βρίσκεται ο ναός του Τιμίου Προδρόμου. Το αρχικό καμπαναριό του ναού είχε ύψος 34 μ. και τέσσερα φανάρια. Οι δυνατοί βοριάδες που επικρατούν στο νησί όμως, υποχρέωσαν στην ανακατασκευή του για λόγους ασφαλείας. Το σημερινό είναι ύψους 29 μ. και έχει διατηρήσει την αρχική λίθινη βάση του, η οποία έχει περίπου το ίδιο ύψος με τον ναό και υψώνεται σε τρία μαρμάρινα διαμερίσματα (φανάρια) για να κορυφωθεί με τον σταυρό. Κατασκευαστής του ήταν ο Ιωάννης Φιλιππότης από τον Πύργο της Τήνου, ενώ την μελέτη και την επίβλεψη την είχε ο Ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάντος.
Από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας οι κτήτορες συνέστησαν αρχαιολογική συλλογή με ευρήματα από την Τήνο και την Δήλο. Ανάλογη πρόνοια υπήρξε και για τους Εκκλησιαστικούς Θησαυρούς. Η αρχική εκείνη προσπάθεια εξελίχθηκε στα σημερινά μουσεία. Η έκθεση εικόνων λειτουργεί από το 1956, με παλαιές εικόνες που συγκέντρωσε το ίδρυμα από τους ενοριακούς ναούς της Τήνου, τις οποίες συντήρησε, αναδεικνύοντας την ορθόδοξη αγιογραφική παράδοση του νησιού. Υπάρχουν επίσης εικόνες που αποτελούν αφιερώματα των πιστών από διάφορους τόπους, καθώς και ξυλόγλυπτα, χαρακτικά, και εκκλησιαστικά κειμήλια που συμπληρώνουν την έκθεση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνει η Χάρτα του Ρήγα Βελεστινλή-Φεραίου, μία από τις 51 αυθεντικές που σώζονται (1797), το Πατριαρχικό σιγίλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε', το δαχτυλίδι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, αφιέρωμα του ιδίου στην Παναγία και το χαρακτικό αντίγραφο της εικόνας της Παναγίας, έργο του Τηνίου ζωγράφου Φραγκίσκου Δεσίπρη (1858).
Το πλούσιο σκευοφυλάκιο του Ιδρύματος περιλαμβάνει μέρος μόνο των αφιερωμάτων, κυρίως έργα εκκλησιαστικής αργυροχοΐας και χρυσοκεντητικής, εκτεθειμένα σε κομψές προθήκες. Άξια προσοχής είναι ο σταυρός αγιασμού, εύρημα και αφιέρωμα των Ελλήνων στρατιωτών της Κλεισούρας το 1940, η παλαιά αργυρεπίχρυση θήκη της Αγίας Εικόνας (Βενετία 1830) με επίστεψη Αγγέλων του Νικηφόρου Λύτρα, ο Χρυσοκέντητος Επιτάφιος της Κοκόνας Ρολογά, ονομαστής χρυσοκεντήστρας της πόλης, έργο του 1833 και η διαθήκη των Κτητόρων, δηλαδή ο πρώτος κανονισμός λειτουργίας του Ιερού Ιδρύματος, που θέσπισαν οι Κτήτορες-Επίτροποι, σε αργυρή στάχωση.
Η πινακοθήκη του ναού συγκροτήθηκε το 1961 από δωρεά προς το ίδρυμα και περιλαμβάνει πολλά και σημαντικά έργα Ελλήνων και ξένων ζωγράφων. Ξεχωριστή σημασία έχουν τα έργα των δύο μεγαλύτερων Ελλήνων ζωγράφων του 19ου αιώνα, των Τηνίων Νικηφόρου Λύτρα (Βοσκός, Αράπης, Τοπίο, Προσωπογραφία Ανδρός, Προσωπογραφία Γυναικός, Η Χωριάτισσα) και Νικολάου Γύζη (Πηνελόπη Γύζη, Η Μητέρα μου Κυρά-Ταρώ). Στο τελευταίο τμήμα του χώρου εκτίθεται συλλογή από βαρύτιμα ευρωπαϊκά κομψοτεχνήματα, αφρικανικά σκαλισμένα ελεφαντόδοντα (αφιερώματα ομογενών), καθώς και οι προσωπογραφίες της οικογένειας του δωρητή.
Το Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών περιλαμβάνει έργα γλυπτικής και ζωγραφικής Τηνίων και ιδρύθηκε το 1930. Ένα μόνο μέρος των έργων προέρχεται από αγορές του ιδρύματος, ενώ πολλά από τα έργα έχουν δωριθεί από τους ίδιους του δημιουργούς τους, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις υποτροφίες που τους χορηγήθηκαν από το ίδρυμα για να σπουδάσουν.
Ανάμεσα σε πολλούς σημαντικούς Τήνιους γλύπτες, παρουσιάζονται έργα των αδερφών Φυτάλη, του Γεωργίου Βιτάλη, του Δημ. Φιλιππότη και του Λάζαρου Σώχου.
Ξεχωριστή έκθεση είναι αυτή του καθηγητή του Πολυτεχνείου και ακαδημαϊκού Αντωνίου Σώχου (Υστέρνια 1888-1975) στο ομώνυμο μουσείο. Πρόκειται για 16 γλυπτά του, δωρεά του ιδίου το 1966, κυρίως σε γύψο και ξύλο, αλλά και σε πηλό και μάρμαρο, που καλύπτουν όλο το διάστημα της γλυπτικής του διαδρομής. Συνδυάζοντας την ελληνική παράδοση με τις σύγχρονες ευρωπαϊκές τάσεις και αντλώντας στοιχεία από την αρχαϊκή πλαστική, την λαϊκή τέχνη και την πρωτογονική αφαίρεση, δημιούργησε ένα προσωπικό ύφος. Από το 1949 και μετά δούλεψε, αποκλειστικά σχεδόν, ξυλόγλυπτα σε κορμούς ευκαλύπτου.
Στο Μαυσωλείο Έλλης βρίσκονται τα οστά των πρώτων θυμάτων του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου στην Ελλάδα, των μελών του πληρώματος του καταδρομικού Έλλη, που τορπιλίστηκε το 1940 στο λιμάνι της Τήνου. Υπάρχουν ακόμη διάφορα αντικείμενα από το καταδρομικό.
Ναός της Ζωοδόχου πηγής

Βρίσκεται ακριβώς κάτω από τον Ναό της Ευαγγελίστριας. Πρόκειται για τον Χώρο που βρέθηκε η εικόνα και πάνω στον οποίο κτίστηκε ο Ναός της Ευαγγελίστριας. Τρεις θολοσκέπαστες στοές παράλληλα συνεχόμενες αποτελούν τον κάτω Ναό. Οι στοές επικοινωνούν μεταξύ τους με τοξωτά ανοίγματα (καμάρες) στους ενδιάμεσους τοίχους. Η πρώτη στοά είναι ο χώρος στον οποίο βρίσκεται το αγίασμα και είναι ο ακριβής χώρος στον οποίο βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας.
Η μεσαία στοά χρησιμοποιείται κυρίως για τις βαπτίσεις. Στο μέσο της βρίσκονται τα ερείπια του πρωτοχριστιανικού Ναού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου τα οποία αποκαλύφθηκαν κατά τα ανασκαφές της Αγίας Εικόνας.
Στην τρίτη στοά βρίσκεται το βαπτιστήριο των αλλοθρήσκων.