Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

ΚΑΣΤΡΟ ΚΟΡΩΝΗΣ



Η πολιτεία της Κορώνης στη νοτιοδυτική άκρη της Πελοποννήσου διατηρεί όλη της τη γραφικότητα, που οφείλεται όχι μόνον στη γεωγραφική της θέση αλλά και στην αρχιτεκτονική της σύνθεση. Τα διώροφα σπίτια με τα περίτεχνα μπαλκόνια και τις στολισμένες προσόψεις, μιλάνε για μια αρχοντιά, αλλά και για την ακμή της πολιτείας σε παλιότερες εποχές. Η Κορώνη μαζί με τη Μεθώνη είναι δυο πολιτείες που γνώρισαν μεγάλη ακμή από τον 13ο μέχρι τον 17ο αιώνα και απετέλεσαν λιμάνια κλειδιά για το εμπόριο από και προς την Ανατολή, τα "μάτια της Βενετίας" στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η οικονομική τους ακμή και η κοινωνική τους διάρθρωση συνεχίστηκαν και στον 19ο αιώνα, οπότε αποτελούσαν κέντρα εμπορίου και βιοτεχνίας, Σήμερα εκτός από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, που αντανακλά την ιστορική μνήμη, και στις δύο πολιτείες στέκονται ερειπωμένα δύο κάστρα. Από αυτά της Κορώνης, στη νοτιοανατολική άκρη του Μεσσηνιακού κόλπου, είναι το λιγότερο καλά διατηρημένο.
Σύμφωνα με μια αρχαία λαϊκή παράδοση η Κορώνη πήρε το όνομά της από ένα χάλκινο νόμισμα (Κουρούνα) που βρέθηκε όταν έσκαβαν τα θεμέλια για τα τείχη. Αναφέρεται ακόμη πως το αρχικό της όνομα ήταν Κορώνεια, που της έδωσε ο οικιστής Επιμηλίδης, ο οποίος καταγόταν από τη βοιωτική Κορώνεια. Οι ντόπιοι, επειδή δεν μπορούσαν να συνηθίσουν την ονομασία την παρέφθειραν σε Κορώνη. Εδώ τοποθετείται η μεσσηνιακή αρχαία Ασίνη, στην οποία εγκαταστάθηκαν οι κάτοικοι από την Αργολίδα, όταν τους έδιωξαν οι Αργείοι σαν συμμάχους των Λακεδαιμονίων. Ταυτίστηκε επίσης με την ομηρική Αίπεια, μία από τις επτά πόλεις που ο Αγαμέμνονας υποσχέθηκε στον Αχιλλέα κατά τη διάρκεια του Τρωϊκού πολέμου για να τον πείσει να επιστρέψει στη μάχη. Αρχαίες επιγραφές, νομίσματα, όστρακα, αγγεία, ένα ψηφιδωτό δάπεδο του 4ου αι. π.χ, και αρχιτεκτονικό υλικό μαρτυρούν την κατοίκηση της περιοχής στην αρχαιότητα.
Η γεωγραφική της θέση εκτιμάτο πάντοτε για το διαμετακομιστικό εμπόριο. Το επιβλητικό σχήμα της χερσονήσου με το μεγάλο ύψος και την πλατειά επιφάνεια προσφερόταν για οχύρωση και παρείχε ασφάλεια, μεγαλύτερη από ότι οι άλλες παραλιακές μεσσηνιακές οχυρές πόλεις.
Στο ψηλότερο σημείο της χερσονήσου φαίνεται πως βρισκόταν η οχυρωμένη αρχαία ακρόπολη, την οποία οι κάτοικοι κατά καιρούς επισκεύαζαν, όπως δείχνει το οικοδομικό υλικό που ξαναχρησιμοποιείτο. Εξαιτίας της θέσης της έγινε νωρίς στόχος των διαφόρων πειρατών και επιδρομέων. Όταν οι Φράγκοι ανέλαβαν την κατάκτηση του Μοριά, έφθασαν στην Κορώνη και προσπάθησαν να καταλάβουν την οχυρωμένη ακρόπολη της τρομακρατώντας τους λίγους κατοίκους, που την υπεράσπιζαν, όπως αναφέρει το Χρονικό του Μορέως. Με την κατάληψη της άρχισαν και μια σειρά περιπέτειες για τους κατοίκους με επίκεντρο το κάστρο, στις οχυρώσεις του οποίου αντανακλάται όλη η ιστορία του.
Το κάστρο, που δόθηκε σαν τιμάριο στην οικογένεια του Βιλλεαρδουίνου δεν έμεινε για πολύ στα χέρια των Φράγκων. Τον επόμενο χρόνο (1206) οι Βενετοί, που αναζητούσαν νέους ναυτικούς σταθμούς για την εξυπηρέτηση του εμπορίου, πέτυχαν να γίνουν κύριοι της Κορώνης, «που έγινε σταθμός εφοδιασμού απ/ όπου τα πλοία που περνούσαν, έπαιρναν ενός μηνός εφόδια -έθιμο που διατηρήθηκε όταν η πόλη έγινε κανονική βενετσιάνικη αποικία». Ο Βιλλεαρδουίνος υποχρεώθηκε λίγο αργότερα να υπογράψει ειρήνη με τη Βενετία, τις ναυτικές δυνάμεις της οποίας γρήγορα κατάλαβε πως θα είχε ανάγκη και το 1209 επικυρώθηκε η κυριαρχία της στην Κορώνη, όπως επίσης και στη Μεθώνη και σε όλες τι παραλιακές θέσεις της Μεσσηνίας, νότια του κόλπου του Ναβαρίνου. Έτσι, όπως έγραψε ο Κ. Andrews, "κάτω από τη διακυβέρνηση της Βενετίας η Μεθώνη και η Κορώνη είχαν κοινή ιστορία ή μάλλον απουσία ιστορίας, αφού το ενδιαφέρον της Βενετίας ήταν να κρατάει όσο γινόταν μακρύτερα την ιστορία από τις κτήσεις της". Το 1265 η εξουσία της Βενετίας επικυρώθηκε από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η/ Παλαιολόγο, γεγονός που τις έδωσε τη δυνατότητα μέσω των εκπροσώπων της να επιδίδεται στις απαραίτητες δολοπλοκίες κατά τις διάφορες συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων και των διεκδικητών του Πρι γκηπάτου της Αχαΐας.
Οι Βενετοί, εκτός από την ισχυρή οχύρωση, που κατασκεύασαν στο κάστρο της Κορώνης, οργάνωσαν τη ζωή και τη διοίκηση της πόλης, πάντοτε σύμφωνα με το συμφέρον της Βενετίας. Η πόλη απέκτησε μεγάλη ακμή και έγινε ονομαστή για τη βιοτεχνία της και το εξαγωγικό της εμπόριο. Η αίγλη της σημειώνεται στα οδοιπορικά των διαφόρων ευρωπαίων προσκυνητών, οι οποίοι υποχρεωτικά στάθμευαν στην περιοχή είτε για ανεφοδιασμό είτε για να επισκευάσουν τα πλοίατους. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις τους μέσα στο κάστρο φαίνεται πως κατοικούσαν όχι μόνον οι Βενετοί αλλά και οι Έλληνες, έμποροι και βιοτέχνες. Με βάση την κοινωνική διαστρωμάτωση διαμορφώθηκε και η οικιστική ανάπτυξη της περιοχής, που μέχρι σήμερα προκαλεί το ενδιαφέρον.
Τον Αύγουστο του 1500 ο Βαγιαζήτ Β/ κατέλαβε το κάστρο της Μεθώνης, μετά από μια απελπισμένη αντίσταση των κατοίκων. Οι κάτοικοι της Κορώνης, τρομοκρατημένοι από τη σφαγή και τη λεηλασία της Μεθώνης και αφού έλαβαν υποσχέσεις για ευνοϊκή μεταχείριση, παραδόθηκαν στους Τούρκους. Πολλοί βρήκαν καταφύγιο στη Ζάκυνθο και στην Κεφαλλονιά. Ο Βαγιαζήτ ευχαριστημένος για τη νίκη του προσευχήθηκε στην καθολική εκκλησία που υπήρχε στο κάστρο, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε τζαμί. Το 1532 η Κορώνη καταλήφθηκε από τον συμμαχικό στόλο του αυτοκράτορα Καρόλου 5ου, του Πάπα και των Ιπποτών της Μάλτας με επικεφαλής τον Γενουάτη ναύαρχο Andrea Dοria και με τη βοήθεια των ντόπιων κατοίκων, που ήλπιζαν στην απελευθέρωσή τους. Στα 1534 οι συμμαχικές δυνάμεις εγκατέλειψαν την Κορώνη και πήραν μαζί τους περισσότερους από 2000 κατοίκους για να τους εγκαταστήσουν μετά από φοβερές περιπέτειες στην Κάτω Ιταλία. Το 1685 ο Μοροζίνι ανακατέλαβε την Κορώνη και ανέπεμψε ευχαριστήρια δέηση στην παλιά καθολική μητρόπολη. Στη Βενετία η είδηση προκάλεσε μεγάλους πανηγυρισμούς. Σ/αυτή τη σύντομη περίοδο της δεύτερης Βενετοκρατίας έγιναν προσπάθειες να ζωντανέψει ξανά η πόλη, χωρίς όμως σημαντικά αποτελέσματα. Το 1715 η Κορώνη καταλήφθηκε ξανά από τους Toύρκoυς. Και έτσι έληξε ο άγριος ανταγωνισμός ανάμεσα στον Σουλτάνο και τη Βενετία για την κυριαρχία των δύο σημαντικών κάστρων της Μεθώνης και της Κορώνης, που οι ντόπιοι τα ονόμαζαν με κοινό όνομα "Μοδονοκόρωνα". Στο κάστρο της Κορώνης εγκαταστάθηκαν οι τουρκικές οικογένειες, ενώ οι Έλληνες κατοικούσαν έξω απ/ τα τείχη. Η οικονομική και κοινωνική παρακμή που είχε αρχίσει την περίοδο της πρώτης Τουρκοκρατίας ολοκληρώθηκε κατά τη δεύτερη. Το 1770 η πολιτεία γνώρισε μια ακόμη καταστροφή. Όταν το 1776 ο Γάλλος περιηγητής Ch. Gouffier πέρασε από την περιοχή βρήκε μια τρομοκρατημένη πολιτεία, που προσπαθούσε να συνέλθει μετά το βαμβαρδισμό των Ορλώφ. Και ένας άλλος περιηγητής, ο Castellan, όταν αντίκρυσε το λιμάνι της Κορώνης ξαφνιάστηκε από την εικόνατης καταστροφής. "έχει σβήσει κάθε δραστηριότητα. Από το κάστρο της Κορώνης οι Τούρκοι σκορπίζουν τον τρόμο στον Μοριά". Ο ίδιος περιγράφει και μια σκηνή βασανισμού ενός Έλληνα στο κτίριο του μώλoυ της Κορώνης από τους Τούρκους, επειδή τάχα είχεανακαλύψει κάποιο θησαυρό.
Το 1828, μετά από πολλές περιπέτειες, το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα με επικεφαλής τον γάλλο στρατηγό Μαιζόν απελευθέρωσε την Κορώνη, που άρχισε να γνωρίζει μια νέα οικονομική ακμή, κυρίως χάρη στην ανάπτυξη της κεραμοπλαστικής. Στα τέλη του 19ου αιώνα το μεταναστευτικό ρεύμα έπληξε την περιοχή. Η πόλη και το κάστρο ερημώθηκαν σιγά σιγά. Οι κάτοικοι που απέμειναν, συνέχισαν να κατοικούν έξω από το κάστρο, στο ύψωμα πάνω από το λιμάνι και κατά μήκος της παραλίας. Σήμερα η πόλη με την έντονη γραφικότητα έχει 1376 κατοίκους (απογραφή 1981).
Τα ερείπια του κάστρου της, που στάθηκε σιωπηλός μάρτυρας των δεινών που έπληξαν την Πελοπόννησο την περίοδο της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας, στέκονται στην άκρη του λιμανιού έρημα και ρημαγμένα. Στο κάστρο ανεβαίνει κανείς εύκολα ακολουθώντας τον δρόμο που περνάει μέσα από τα στενά καλντερίμια του οικισμού. Η κύρια είσοδός του βρίσκεται στη βόρεια πλευρά. Είναι διαμορφωμένη σε μια μεγάλη τετράγωνη κατασκευή, που στην κορυφή απολήγει σε οξυκόρυφο τόξο στο κατώτερο τμήμά της. Στο ανώτερο, όπου υπήρχε δωμάτιο για τη φρουρά της πύλης, σχηματίζει καμπύλο τόξο. Την εποχή της ακμής του κάστρου υπήρχε πριν από την είσοδο πρόπυλο, που διατηρήθηκε μέχρι την Ελληνική Επανάσταση, με παραστάδες, δεξιά και αριστερά, και πάνω από την είσοδο ανάγλυφο με το Λιοντάρι του Αγίου Μάρκου. Αμέσως μετά ανοιγόταν μια εσωτερική αυλή, που οδηγούσε στην κεντρική είσοδο με τον επιβλητικό πύργο, που σώζεται μέχρι σήμερα. Ο χώρος της αυλής καταλήφθηκε από μικρά σπίτια του οικισμού.
Στην κατασκευή του τείχους χρησιμοποιήθηκαν καλοδουλεμένες πέτρες αλλά και αρχαίο οικοδομικό υλικό, που σήμερα καλύτερα διακρίνεται στον μεγάλο πύργο καθώς και στον τοίχο δίπλα στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου. Το αρχαιότερο τμήμα του κάστρου είναι ο μεγάλος τοίχος, που σώζεται στη βορειοανατολική πλευρά και χρησίμευε για να χωρίζει τα δύο πλατώματα στα οποία αναπτύχθηκε το φρούριο. Το αρχικό βυζαντινό φρούριο καταλάμβανε το ψηλότερο σημείο, εκεί που σήμερα βρίσκεται το γυναικείο μοναστήρι. Στα ανατολικά του απλώνεται μια μεγάλη χαμηλότερη έκταση η οποία οχυρώθηκε όταν οι Βενετοί κατέλαβαν την Κορώνη το 1209. Δημιουργήθηκε τότε μια δεύτερη εξωτερική αυλή, τετραπλάσια σε έκταση από την προηγούμενη που περιβαλλόταν με πύργους και πολεμίστρες. Οι πύργοι, τα τείχη και οι πολεμίστρες του παλιού φρουρίου ενισχύθηκαν. Ολόκληρος ο χώρος στο εσωτερικό καταλήφθηκε από τις εμπορικές εγκαταστάσεις και τις κατοικίες, που πρέπει στην πλειοψηφία τους να ήταν ξύλινες ή από φθαρτά υλικά, που καταστράφηκαν κατά τις μετέπειτα πολιορκίες. Στην ανατολική άκρη οι Τούρκοι προσέθεσαν τον 16ο αιώνα τις απαραίτητες οχυρώσεις για τα πυροβολαρχεία. Μια θολωτή είσοδος οδηγεί στο εσωτερικό του δεύτερου οχυρωματικού περιβόλου. Κατά μήκος της πλευράς προς το λιμάνι και τον Μεσσηνιακό κόλπο το τείχος υψώνεται κάθετα και μόνον στη βορειοανατολική άκρη κάμπτεται και σχηματίζει δυο στρογγυλούς μεγάλους πύργους πάνω στην απόκρημνη ακτή. Το τμήμα αυτό σύμφωνα μετον Κ. Andrews αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα πλαστικότητας της βενετσιάνικης φρουριακής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Σήμερα, βέβαια, μεγάλο τμήμα δεν σώζεται γιατί εδώ συγκεντρώθηκε η προσπάθεια των κατοίκων για την απόσπαση χώματος, κατάλληλου για την κεραμοποία της περιοχής, με αποτέλεσμα μεγάλο τμήμα να καταπέσει ενώ η θάλασσα και ο αέρας συμπλήρωσαν το έργο της ανθρώπινης καταστροφής. Στην ανατολική πλευρά το τείχος ενισχυόταν από μια δεύτερη αμυντική γραμμή, που ανατινάχτηκε από τον Μοροζίνι το 1685 και έτσι επιτεύχθηκε η παράδοση του κάστρου. Δυο μεγάλοι στρογγυλοί πύργοι υπήρχαν στις δύο άκρες, από τους οποίους, ο βορειότερος ανατινάχτηκε το 1944 από τους Γερμανούς, που τον χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη πυρομαχικών. Στην πλευρά αυτή του φρουρίου συγκεντρώθηκε επίσης η προσοχή των Τούρκων, όταν το κατέλαβαν και έκαναν επισκευαστικές εργασίες και προσθήκες. Στο ψηλότερο σημείο μέσα στο τείχος βρίσκεται το παληοημερολογίτικο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου. Στη δυτικότερη άκρη διατηρείται το "νέο οχυρό" που αρχικά έχτισαν οι Βενετοί το 1463 και το οποίο καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε μετά το 1685. Στον εσωτερικό περίβολο διατηρείται επίσης ένας μεγάλος Οκταγωνικός πύργος που χτίστηκε από τους Τούρκους. Σε χαλκογραφίες του 17ου και18ου αιώνα το κάστρο έχει απεικονιστεί με όλη τη μεγαλοπρέπειά του.
Ανάμεσα στα ερείπια βρίσκεται και η βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Σοφίας κτισμένη τον 12ο αιώνα.
Η πολυτάραχη ιστορία του κάστρου της Κορώνης αντανακλάται στους πολλούς θρύλους και παραδόσεις που συνδέθηκαν μαζί του και αντικατοπτρίζουν πολλές φορές αληθινά γεγονότα. Η παλιά βενετσιάνικη εκκλησία του Σαν Ρόκο, σήμερα Άγιος Χαράλαμπος, συνδέθηκε με τη σωτηρία της πολιτείας κατά το λοιμό του 1689. Η εκκλησία της Ελεήστρας, στην άκρη του γκρεμνού, χτίστηκε μετά από θαύμα, όταν ο βράχος άνοιξε από σεισμό και βρέθηκε ένα μικρό άγαλμα της Παναγίας.
Το κάστρο της Κορώνης έχει να διηγηθεί το δικό του ρομαντικό θρύλο για την όμορφη βασιλοπούλα του, που για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων που με δόλο παραβίασαν την πύλη -έντυσαν κάποιον καλόγερο- έπεσε, καβάλα στο άλογό της, από τα τείχη στη θάλασσα. Σύμφωνα με τον θρύλο ο ανατολικός προμαχώνας από όπου γκρεμίστηκε έμεινε στοιχειωμένος. Γι/ αυτό και κάθε χρόνο την ημέρα της Αναλήψεως, επέτειο του θανάτου της, λίγο πριν ξημερώσει, οι ψαράδες άκουγαν φωνές και ουρλιαχτό στη ρίζα του κάστρου, Οι περισσότερο αλαφροΐσκιωτοι, νόμιζαν πως έβλεπαν και μια αρμάδα να αργοπλέει κοντά στα τείχη με ένα ρηγόπουλο στην πλώρη, τον βενετσιάνο άρχοντα που επρόκειτο να την παντρευτεί αλλά καθυστέρησε να φθάσει. Κι άλλοι τέλος έβλεπαν να σχηματίζεται, ανάμεσα στις πρώτες αχτίνες του ήλιου, ένας φωτεινός κύκλος κι από μέσα να προβάλλει μια "πεντάμορφη νεράιδα" και να προχωράει προς τα πλοία. Η ηρωϊκή αντίσταση των κατοίκων εναντίον των Τούρκων το 1823 συνδέθηκε με την απελπισμένη προσπάθεια ενός πρωτοπαλλίκαρου της περιοχής που κατόρθωσε να σώσει τη φυλακισμένη μέσα στο κάστρο από τους Τούρκους αδελφή του.
Σήμερα μέσα στο κάστρο δεν κατοικούν παρά ένα δυο οικογένειες σε σπίτια που έχουν ξανακτισθεί ή συντηρηθεί. Στα φοβερά τείχη του φυτρώνουν αγριόχορτα και φραγκοσυκιές, Στα πόδια του απλώνεται η μικρή πολιτεία με τα μονώροφα και διώροφα σπίτια της, εξαίρετα δείγματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Τα πορτοπαράθυρα και οι τοίχοι τους είναι βαμμένα με έντονα χρώματα που έρχονται σε αντίθεση με την εικόνα του κάστρου, ιδιαίτερα τις ώρες του μεσημεριού που το φως του ήλιου γίνεται εκτυφλωτικό.
Ψηλά από το πλάτωμα του κάστρου μπορεί να χαρεί κανείς την ομορφιά του Μεσσηνιακού κόλπου με τις κορφές των βουνών του Ταϋγέτου να αχνοφαίνονται στο βάθος. Αντικρίζοντας το από τη θάλασσα, έχει κανείς την εντύπωση πως μοιάζει με παλιά φρεγάτα που αργοπλέει στα νερά.
Πηγή: Κάστρα της Πελοποννήσου.
 
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΗΣ - ΚΑΣΤΡΟ ΚΟΡΩΝΗΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012

ΚΑΣΤΡΟ ΚΟΡΩΝΗΣ ( ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ )





 
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΗΣ - ΚΑΣΤΡΟ ΚΟΡΩΝΗΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012

ΝΙΟΚΑΣΤΡΟ ΠΥΛΟΥ

Το φρούριο της Πύλου (Νιόκαστρο) άρχισε να κτίζεται από τους Οθωμανούς το 1573, λίγο μετά την ήττα τους στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Σκοπός της κατασκευής του ήταν ο έλεγχος της νότιας εισόδου στον όρμο του Ναυαρίνου, αφού πλέον η βόρεια πρόσβαση (Στενό Συκιάς ή Φάλτσα Μπούκα) και το εκεί λιμάνι, στη λιμνοθάλασσα της περιοχής Διβάρι ή Ριβάρι, δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν λόγω προσχώσεων. Ονομάστηκε "Νιόκαστρο" σε αντιδιαστολή με το προγενέστερο φρούριο του Κυρυφασίου (Παλιόκαστρο ή Παλιό Ναβαρίνο), που ήλεγχε τη βόρεια είσοδο και το παλιό λιμάνι.
'Εκτοτε το Νιόκαστρο ακολούθησε την κοινή μοίρα των υπολοίπων φρουρίων της περιοχής εμπλεκόμενο στα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο. Έμεινε στην κατοχή των Τούρκων μέχρι το 1686, οπότε και παραδόθηκε στους Ενετούς. Το 1715 οι Τούρκοι ανακατέλαβαν το Νιόκαστρο μαζί με την Κορώνη και το Παλιοναβαρίνο. Το 1816 ο Ιμπραήμ Πασάς έγινε κύριος του κάστρου μέχρι το 1828 οπότε και ελευθερώθηκε από το Γάλλο στρατηγό Μαιζόν. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας (κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) το φρούριο χρησιμοποιήθηκε για αρκετό χρονικό διάστημα ως φυλακή πριν αποδοθεί τελικά στη Αρχαιολογική Υπηρεσία. Έτσι, παρατηρούνται στο μνημείο αρκετές φθορές, επισκευές, μετασκευές και προσθήκες.
Στη σημερινή του μορφή αποτελείται από την εξαγωνική ακρόπολη και το προτείχισμά της, δύο τετράπλευρους, περίκλειστους, προμαχώνες (τον δυτικό, καλούμενο "Έβδομο", που ελέγχει την είσοδο του όρμου, και τον βόρειο, του "Τζαφέρ Πασά" ή της "Σάντα Μάουρα" που δεσπόζει στο λιμάνι, τον οχυρωματικό περίβολο που ενώνει αυτά τα έργα, καθώς και τους τέσσερεις κυλινδρικούς πύργους που τον ενισχύουν. Από τον "εντός τειχών" οικισμό ελάχιστα κτήρια διασώθηκαν. Η πληροφορία πάντως του Evliya Celebi, ότι κτίστηκε σε θέση όπου προηγουμένως δεν υπήρχε τίποτε, ελέγχεται ήδη ως προς την ακρίβειά της από τις αντίθετες ενδείξεις που προέκυψαν κατά την εκτέλεση των απαιτουμένων εργασιών για τη διαμόρφωσή του σε "Κέντρο Υποβρύχιων Αρχαιολογικών Ερευνών".
Η ιδέα για την ίδρυση του "Κέντρου" οφείλεται στον τότε Έφορο Εναλίων Αρχαιοτήτων Γεώργιο Παπαθανασόπουλο. Χάρη στις σύντονες προσπάθειές του, την άνοιξη του 1982 έγινε η έναρξη των έργων με κονδύλια που διέθετε το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας μέσω της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Από το 1991 οι δαπάνες καλύπτονται από κονδύλια που διαχειρίζεται ειδικός φορέας του Υπουργείου Πολιτισμού.
Το κύριο βάρος των εργασιών αποκατάστασης και νέας χρήσης των χώρων επικεντρώνεται στην ακρόπολη όπου τα πρώην κελλιά της φυλακής διαμορφώθηκαν σε γραφεία, αποθήκες, χώρους εργασίας και ένα τμήμα τους, υπό μορφή ανοικτών θόλων, καλύπτει ημιυπαίθριες εκθεσιακές ανάγκες. Επίσης, η κεντρική πυριτιδαποθήκη έγινε αίθουσα συνεδρίων ή εκθέσεων. Ήδη το 1984 στο Νιόκαστρο πραγματοποιήθηκε το 3ο Διεθνές Συνέδριο Υποβρύχιας Αρχαιολογίας και έκτοτε έχει καλύψει ανάγκες αρκετών πνευματικών εκδηλώσεων της περιοχής.
Κατά το πρόσφατο παρελθόν σχεδόν ολοκληρώθηκαν και οι εργασίες αποκατάστασης του ανατολικού κυλινδρικού προμαχώνα, που φέρει κατά τη λαϊκή παράδοση το όνομα του στρατηγού Μακρυγιάννη, με σκοπό την διαμόρφωσή του σε στεγασμένο μόνιμο εκθεσιακό χώρο.
Στο πλαίσιο του κτηριολογικού προγράμματος του "Κέντρου" αναστηλώθηκε, από την ημιερειπωμένη κατάσταση που είχε περιπέσει, και το κτήριο των στρατώνων του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος της περιόδου 1827-1830. Προσδιορίζεται ως "Στρατώνες Μαιζώνος", από το όνομα του επικεφαλής Γάλλου στρατηγού. Ο όροφος των "Στρατώνων" διαμορφώθηκε σε βιβλιοθήκη για τις ανάγκες του "Κέντρου" η οποία φιλοξενεί επίσης και την δωρεά της "Μεσσηνιακής" βιβλιοθήκης του εκδότη Νότη Καραβία. Περιλαμβάνει επί πλέον χώρους ενδιαίτησης - βραχείας παραμονής ερευνητών και επιστημονικού ή άλλου προσωπικού.
Το ισόγειο προορίστηκε για την έκθεση της συλλογής του Γάλλου φιλέλληνα Rene Ρuaux, η οποία σύμφωνα με την επιθυμία του, έπρεπε να στεγάζεται στην Πύλο. Το μεγαλύτερο τμήμα της φιλοξενήθηκε μεταξύ των ετών 1961-1984 στο "Αντωνοπούλειο" Αρχαιολογικό Μουσείο και στη συνέχεια παρελήφθη για συντήρηση και έκθεση. Το υπόλοιπο τμήμα, που φυλάσσονταν από το 1936 στο ελληνικό περίπτερο της πανεπιστημιούπολης των Παρισίων, μεταφέρθηκε το 1986 στην Εθνική Πινακοθήκη με φροντίδα του κου. Γ. Παπαθανασόπουλου και παρεδόθη το 1992 στην Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων ώστε να οδηγηθεί στον τελικό προορισμό του.
To 1998 το Νιόκαστρο παραχωρήθηκε στην Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, αλλά οι αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιούνται από την 5η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
 
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΗΣ - ΝΙΟΚΑΣΤΡΟ ΠΥΛΟΥ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012

ΝΙΟΚΑΣΤΡΟ ΠΥΛΟΥ ( ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ )












ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΗΣ - ΝΙΟΚΑΣΤΡΟ ΠΥΛΟΥ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2012

ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ Ι

Ο επιβλητικός όγκος του βράχου αναπτύσσεται κάθετα στην απέναντι λακωνική γη. Μια στενή λωρίδα γης και γέφυρα μήκους 130 μ. την ενώνει με την στεριά. Από το γεγονός της μόνης αυτής δυνατότητας σύνδεσής της με την ξηρά, πήρε και το όνομα της Μονεμβασιά (μόνη έμβαση). Ο βράχος έχει μήκος 1500 μ. περίπου και μέγιστο πλάτος 600 μ., ενώ το ύψος του αγγίζει τα 200 μ.. Η κορυφή του βράχου είναι επίπεδη, σαν μικρό οροπέδιο, ενώ οι πλάγιές του γύρω γύρω σχηματίζουν κατακόρυφους γκρεμούς. Περιλαμβάνει τα δυο οχυρωμένα, αθέατα από την ξηρά, οικιστικά σύνολα, της Κάτω Πόλης (έκτασης 7.500 τ.μ.) και της Άνω Πόλης, (έκτασης 120.000 τ.μ.), η οποία βρίσκεται στο κεκλιμένο πλάτωμα της κορυφής.

Το έδαφος είναι κατά βάση πετρώδες, άνυνδρο και με αραιή βλάστηση. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η Αθηνά Ταρσούλη: «Το πετροβουνό είναι χέρσο από παντού γιατί μέσα από το κορμί του καμιά νεροφλέβα δεν περνάει». Οι εδαφολογικές αυτές συνθήκες επηρέασαν καθοριστικά τόσο την αρχιτεκτονική τυπολογία των κτισμάτων που αναπτύχθηκαν στον οικισμό όσο και τα υλικά δόμησης αυτών. Ο βράχος προσέφερε απλόχερα την πέτρα του ως πρώτη ύλη για την οικοδόμηση σπιτιών που απαραίτητα διέθεταν τουλάχιστον μια στέρνα το καθένα αφού μοναδική πηγή ύδρευσης της πόλης ήταν το βρόχινο νερό.

Η Μονεμβασιά πρωτοκατοικήθηκε πριν από 8.000 χρόνια και πρόκειται για τον μοναδικό πρωτοελλαδικό οικισμό στις ανατολικές ακτές της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς. Η Μονεμβασιά, τότε Άκρα Μινώα, αποτέλεσε τον ενδιάμεσο σταθμό ανάμεσα στις χερσαίες περιοχές της Ελλάδας και στο ήδη ακμάζον δίπτυχο Κυκλάδων - Κρήτης. Κατά τη διάρκεια της μυκηναϊκής ή υστεροελλαδικής εποχής, η Μονεμβασιά συνεχίζει να αποτελεί νευραλγικό σημείο και εξελίσσεται σε πελαγίσιο μονοπάτι μεταξύ του μυκηναϊκού και μινωικού πολιτισμού.

Το 375 μ.Χ. σημειώνεται ισχυρός σεισμός που αλλάζει ριζικά τον εδαφολογικό χάρτη της περιοχής. Με την αποκοπή μέρους της στεριάς η Άκρα Μινώα, μετατρέπεται σε νησί, την Μονεμβασιά. Η σεισμική δόνηση προκάλεσε μεγάλες αλλαγές στη γεωλογική διαμόρφωση του τοπίου. Τα παράλια της λακωνικής χερσονήσου και ιδιαίτερα της περιοχής Επιδαύρου Λιμηράς, υπέστησαν καθίζηση. Μεγάλης ιστορικής σημασίας πόλεις, όπως η Πλύτρα, ο Ασωπός, οι Βοίες και η Επίδαυρος Λιμηρά βυθίστηκαν μερικώς ή ολικώς. Στη Μονεμβασιά η καθίζηση έλαβε χώρα στα κράσπεδα του βράχου και μόνο προς τη δυτική πλευρά του, οπότε και τα νερά της θάλασσας τον κάλυψαν. Έτσι ο βράχος της Μονεμβασιάς από το «πέρας στενής και μακράς χερσονήσου» κατά τον Παυσανία αποκόπτεται από τη λακωνική ακτή και παίρνει την μορφή νησίδας.

Οι Λάκωνες που την κατοίκησαν αρχικά, το 582/583 μ.Χ., κατέφυγαν εκεί προκειμένου να αποφύγουν τις επιδρομές των Αβάρων και των Βησιγότθων. Το μέρος ενδείκνυτο καθώς ήταν παραθαλάσσιο, δυσπρόσιτο και προσφερόταν για οχύρωση. Η περιοχή που κατοικήθηκε εκείνη την περίοδο, ήταν ο Γουλάς ή Πάνω Πόλη του βράχου. Τότε κατασκευάστηκε και η πρώτη γέφυρα που συνέδεε το νησί με την απέναντι στεριά.

Κατά τη βυζαντινή περίοδο, με την τελειοποίηση της άμυνας της και την φυσική της στρατηγική θέση, η πόλη διαθέτει κάθε λόγο να αποτελέσει κέντρο επιχειρήσεων και στρατιωτική βάση. Το Βυζαντινό κράτος από την αρχή απέδωσε στη Μονεμβασιά την προσήκουσα σημασία, καθιστώντας την διοικητική έδρα των αυτοκρατορικών κτήσεων στην Πελοπόννησο. Από νωρίς μετέχει και στα εκκλησιαστικά πράγματα, ενώ λειτουργεί και ως ορμητήριο του βυζαντινού στόλου εναντίον των Αβάρων. Παρατηρείται δυναμική ανάπτυξη με έντονες ναυτικές και εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων. Δημιουργείται έτσι η Κάτω Πόλη, στη νοτιοανατολική ακροθαλασσιά του νησιού, λίγο μετά το 900 μ.Χ.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, η Μονεμβασιά, αποτέλεσε το αντικείμενο του πόθου επίδοξων κατακτητών, οι οποίοι, συνειδητοποιώντας την γεωπολιτική της σημασία, διαρκώς προχωρούσαν σε απόπειρες να τη θέσουν υπό την κυριαρχία τους. Η μοίρα της Μονεμβασιάς ήταν παράλληλη με τη σφαίρα επιρροής των εκάστοτε Μεγάλων Δυνάμεων. Συναντάμε έτσι την Μονεμβασιά κατά περιόδους υπό τους Φράγκους, τους Βυζαντινούς, τους Ενετούς, τον Πάπα, τους Τούρκους. Οι κάτοικοί της, στο πλαίσιο όλων αυτών των εξελίξεων, προσπάθησαν και διατήρησαν την ταυτότητά τους. Υποστήριζαν τις θέσεις τους και καθώς αντιστέκονταν δυναμικά, επιτύγχαναν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους για σχετική αυτονομία και διατήρηση των προνομίων τους.

Όταν το 1204 μ.Χ. οι Φράγκοι κατέλυσαν το βυζαντινό κράτος, η Πελοπόννησος αντιστάθηκε σθεναρά και ακόμα περισσότερο η Μονεμβασιά, η οποία παρέμεινε απόρθητη για περισσότερο από 40 χρόνια. Η κατάληψη του Κάστρου είχε γίνει πλέον θέμα τιμής για τους Φράγκους ιππότες. Το εγχείρημα ήταν δύσκολο, η θέληση των κατοίκων ωστόσο να παραμείνουν ελεύθεροι, ήταν ακατάβλητη. Αφού αποδείχτηκε ότι η κατάληψη του κάστρου «δια των όπλων» ήταν αδύνατη, επιλέχτηκε η «δια της πείνας» οδός. Το αποκορύφωμα ήρθε κατά την διάρκεια του τρίχρονου πλήρους αποκλεισμού της πόλης από στεριά και θάλασσα. Παρόλο που οι αμυνόμενοι είχαν φτάσει στα όριά τους, η δεινή τους θέση δεν τους έκαμψε και αντέταξαν τους όρους τους απέναντι στους επίσης κουρασμένους και αποθαρρυμένους Φράγκους. Οι όροι συμπεριλάμβαναν τη διατήρηση της ελευθερίας τους, την απαλλαγή από την φορολογία και από την υποχρέωση να υπηρετούν στο στράτευμα του κατακτητή.

Γρήγορα όμως η Βυζαντινή αυτοκρατορία επανακάμπτει και η Μονεμβασιά ελευθερώνεται. Παραχωρούνται διοικητικά, εκκλησιαστικά και οικονομικά προνόμια στη Μονεμβασιά, με ειδικά αυτοκρατορικά διατάγματα. Σε αυτά εξασφαλιζόταν τελωνιακή ατέλεια στα μονεμβασίτικα εμπορεύματα, φορολογικές απαλλαγές και ελεύθερη κίνηση των πλοίων της πόλης χωρίς καμιά οικονομική υποχρέωση σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας. Η περιοχή ακμάζει εξαιρετικά και το χρονικό διάστημα μεταξύ 13ου και 14ου αιώνα αποκαλείται ο χρυσός αιώνας της πόλης. Κατά την περίοδο αυτή στην περιορισμένη έκταση του βράχου, υπήρχαν 8.000 κατοικίες και 40 εκκλησίες, οπότε και υιοθετήθηκαν οι θολωτές καμάρες και οι δρομικές, έτσι ώστε ακόμα και οι δρόμοι να αξιοποιηθούν οικοδομικά. Στην πόλη διαμένουν κατά καιρούς οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες και ο γιος του διοικητή της Μονεμβασιάς, Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός, στέφεται αυτοκράτορας του Βυζαντίου το 1341 μ.Χ.

Η κινητικότητα του εμποροναυτικού στόλου που διαθέτει, συντείνει και στις εξαγωγές του περίφημου κρασιού μαλβάζια (vinummalvasium) που ήταν προϊόν τοπικής προέλευσης, αποτελούσε αγαθό πολυτελείας και χρησιμοποιούνταν στα τραπέζια ηγεμόνων και βασιλέων. Το κρασί αυτό προερχόταν από την ποικιλία θράψα, ήταν χρώματος ασπροκόκκινου και γλυκό στην γεύση. Παρασκευαζόταν από οινοποιούς της περιοχής και αποκαλούνταν «ο ανθοσμίας των αρχαίων». Στο συγκεκριμένο κρασί μάλιστα γίνεται αναφορά και στον Ριχάρδο Γ’ του Σαίξπηρ. Ο ακριβής τρόπος παρασκευής του κρασιού παραμένει άγνωστος, καθώς οι Τούρκοι απαγόρευσαν την παραγωγή του το 1545.

Στις 23 Ιουλίου 1821 η Μονεμβασιά ήταν το πρώτο κάστρο της Πελοποννήσου που απελευθερώθηκε από τις ελληνικές επαναστατικές δυνάμεις. Η απελευθέρωση της πόλης είχε καθοριστική σημασία για τον αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας, διότι γέμισε αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση τους Έλληνες αγωνιστές. Παράλληλα, τα πολεμοφόδια του κάστρου χρησίμευσαν στην κρητική επανάσταση, καθώς επίσης στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, του Ναυπλίου και της Κορίνθου. Η Μονεμβασιά πέρασε στην κυριαρχία των ελληνικών επαναστατικών δυνάμεων μετά από 358 χρόνια ξένης κατοχής, καθώς γνώρισε την μακρόχρονη εναλλαγή Βενετών (1463-1540 και 1690-1715) και Τούρκων (1540-1690 και 1715-1821). Το 1463 ήταν το τελευταίο βυζαντινό έρεισμα της Πελοποννήσου που πέρασε σε ξένη κυριαρχία, ενώ το 1821 ήταν το πρώτο κάστρο που περιήλθε στην ελληνική κυριαρχία.

Στους μετεπαναστατικούς χρόνους ο εμφύλιος σπαραγμός ανάμεσα σε αντιμαχόμενες παρατάξεις για τον έλεγχο του κάστρου οδήγησε στην ερήμωση και την παρακμή της πόλης. Από το 1828 η Μονεμβασιά ακολούθησε ως τοπικό, επαρχιακό κέντρο την πορεία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Στις αρχές του 20ου αιώνα πολλοί κάτοικοι εγκατέλειψαν την Κάτω Πόλη για να εγκατασταθούν στο νέο οικισμό της Γέφυρας.
 
Χρονολογικός πίνακας

200 μ.χ. Ο Παυσανίας αναφέρεται στο ακρωτήριο «Άκρα Μινώα».

375 μ.χ. Ασυνήθιστα γεωλογικά φαινόμενα μετατρέπουν τη μισή χερσόνησο σε νησί.

588 μ.χ. Ίδρυση της Πάνω Πόλης και πρώτη οχύρωση του Κάστρου.

1000 μ.χ. (περίπου) Κτίζεται η Κάτω Πόλη.

1193 μ.χ. Η Μονεμβασιά έχει γίνει μια από τις μεγαλύτερες πόλεις του Μωριά.

1248 μ.χ. Πολιορκία από τους Φράγκους του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου.

1147 μ.χ. Αποτυχημένη επιδρομή των Νορμανδών της Σικελίας.

1251 μ.χ. Οι πολιορκημένοι παραδίδονται με όρους. Φραγκοκρατία.

1261 μ.χ. Και πάλι στους Βυζαντινούς. Ακολουθούν 133 χρόνια προνομίων και μεγάλης ακμής.

1292 μ.χ. Πειρατική επιδρομή Καταλανών με τον Ρογήρο ντε Λαούρια. Λεηλασία.

1394 μ.χ. Στους Παλαιολόγους του Μυστρά (για 25 χρόνια).

1395 μ.χ. Προσωρινή (τρίμηνη) τουρκική κατοχή.

1419 μ.χ. Προσωρινή ενετική κατοχή (προστασία) για 12 χρόνια.

1431 μ.χ. Και πάλι στους Παλαιολόγους του Μυστρά (29 χρόνια).

1460 μ.χ. Στην εξουσία του Πάπα (4 χρόνια).

1464 μ.χ. Πρώτη Ενετοκρατία (76 χρόνια). Η Μονεμβασιά γίνεται πολυάνθρωπο αστικό κέντρο.

1540 μ.χ. Πρώτη Τουρκοκρατία. Βίαιος εκπατρισμός (150 χρόνια).

1690 μ.χ. Δεύτερη Ενετοκρατία (25 χρόνια).

1715 μ.χ. Δεύτερη Τουρκοκρατία (106 χρόνια).

1821 μ.χ. Απελευθέρωση ύστερα από τετράμηνη πολιορκία από τους αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης.


ΠΗΓΗ:monemvasia.gr

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΗΣ - ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ - ΚΑΤΩ ΠΟΛΗΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2012

ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΙΡΑΤΕΣ

Η Μονεμβασιά αποτέλεσε σημαντικό κάστρο το οποίο προφύλαξε τη ρότα των πλοίων του εμπορίου μεταξύ ορμητηρίων ντόπιων και ξένων πειρατών αλλά και κουρσάρων στο πέρασμα των αιώνων. Λόγω της ιδιαίτερης γεωγραφικής της θέσης στους θαλάσσιους δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης θάλασσας βρέθηκε περιτριγυρισμένη ανατολικά από τους πειρατές από το Σαρακήνικο της Μήλου, νότια της από αυτούς στο Κάβο Μαλέα, στο Σαρακίνικο της Ελαφονήσου και στο Μαραθιά και στα βόρεια από πειρατές και κουρσάρους από τον Γέρακα (Πόρτο Καδένα) και από άλλα πολλά μικρότερα ορμητήρια.
Τον 16ο και ιδιαίτερα τον 17ο αιώνα, η πειρατεία αποτελεί κανόνα της καθημερινής ζωής. Από το Βόρειο Αιγαίο ως το Μυρτώο και το Λιβυκό πέλαγος τα πειρατικά και κουρσάρικα καράβια παραμονεύουν. Οι απέραντες ελληνικές ακτές με την ιδιαίτερη ακτογραμμή, τους βράχους, τις σπηλιές και τους πάμπολλους αθέατους όρμους είναι ιδανικά κρησφύγετα. Ο περιηγητής Deshayes συμβουλεύει τους ταξιδιώτες για Κωνσταντινούπολη να αποφεύγουν το ταξίδι με πλοίο, διότι οι πειρατές καραδοκούν ανάμεσα στην Κρήτη και την Πελοπόννησο (Κάβο Μαλέα).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον κατά την περίοδο της πειρατείας παρουσιάζει η νήσος Κίμωλος, η οποία έχει κάτι σαν ασυλία από πειρατές και κουρσάρους καθώς φιλοξενεί μόνο περί τις πεντακόσιες γυναίκες και έξι με οκτώ καθολικούς παπάδες για τις ανάγκες των πειρατών του Αιγαίου. Τα ελληνικά κουρσάρικα και πειρατικά είχαν συνήθως στα πληρώματα τους ορθόδοξους παπάδες όπου για τα πειρατικά της Μάνης ήταν απαράβατος κανόνας.
Ο Ιούλιος Βερν το 1883 έως 1888 ακολουθεί θαλάσσιες ρότες με μηχανοκίνητο ιστιοφόρο. Το 1884 γράφει το βιβλίο "Το Αρχιπέλαγος στις φλόγες" (ή "Οι Πειρατές του Αιγαίου") όπου και μας περιγράφει πως στην Μάνη οι μοναχοί ήταν ουσιαστικά βιγλάτορες που καραδοκούσαν να φανεί κάποιο πλοίο και με τεχνάσματα μετά να το οδηγήσουν στα βράχια ή σε κάποιο ύφαλο. Έτσι λοιπόν μπορούσαν οι ντόπιοι να πλιατσικολογήσουν χωρίς κινδύνους. Τέλος αναφέρεται διεξοδικά στην περιοχή της Μάνης του Μαραθιά, Κυθήρων και Αντικυθήρων.
Σ' όλα τα νησιά του Αρχιπελάγους και στις παράκτιες περιοχές υπήρχαν παρατηρητήρια, βίγλες, απ' όπου οι βιγλάτορες παρακολουθούσαν μέρα και νύχτα τα καράβια που πλησίαζαν στη στεριά και ειδοποιούσαν τον πληθυσμό μόλις διέκριναν κάποιο πλοίο.
Διαβόητος έμεινε σε όλη την Μεσόγειο ο Έλληνας εξωμότης πειρατής και κουρσάρος Μπαρμπαρόσα (Κοκκινογένης). Στην ουσία όμως δεν επρόκειτο για έναν αλλά για δύο αδέρφια, οι οποίοι κατάγονταν από τη Λέσβο και ήταν εγγόνια παπά. Το 16ο αιώνα είχαν καταληστέψει με τα πλοία τους όλα τα παράλια της ανατολικής Μεσογείου και τις Ενετοκρατούμενες Κυκλάδες, σπέρνοντας τον τρόμο σε όλο το Αιγαίο με απίστευτη αγριότητα, δημιουργώντας μέχρι και δικό τους κράτος (Μπαρμπαριά) και κόβοντας δικό τους νόμισμα.
Είναι γεγονός ότι κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου επιδίδονται στην πειρατεία άνθρωποι κάθε εθνικότητας και θρησκεύματος από νησιώτες μέχρι Τυνήσιους, Βενετούς, Σικελούς και Τούρκους. Πειρατές ήταν και οι Μανιάτες. Τη Μάνη την ονόμαζαν Μεγάλο Αλγέρι. Τον 18 αιώνα, η Μάνη ζει από πειρατικές επιδρομές αποκλειστικά. Όταν δεν ταξιδεύουν με τα καράβια τους, ενεδρεύουν περιμένοντας να παρασυρθεί κάποιο καράβι στην ακτή από την κακοκαιρία ή από τα δόλια τεχνάσματα τους.
Αρχές 19ου αιώνα ο αριθμός των ελληνικών πλοίων που επιδίδονται σε πειρατικές επιδρομές αυξάνεται σταθερά εξαιτίας της δυσμενούς τροπής που παίρνει ο Αγώνας. Στις αρχές του 1828 ήταν περί τα 1.500 πλοία και 50.000 ναύτες που ασχολούνται συστηματικά με την πειρατεία και λυμαίνονται το Αιγαίο. Από τον Ελλήσποντο ως τη Ρόδο και τα ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου οι πειρατές προκαλούν με τη δράση τους πάμπολλα προβλήματα. Αυτός που τελικά κατόρθωσε να ελέγξει την κατάσταση, ήταν ο Καποδίστριας όταν ήρθε τον Ιανουάριο του 1828 στην Ελλάδα, για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Η καταστολή της πειρατείας υπήρξε άμεση και εντυπωσιακή. Η πειρατεία εκριζώθηκε με τη σύσταση δύο ελληνικών μοιρών υπό τον Ανδρέα Μιαούλη και τον Κωνσταντίνο Κανάρη. Ωστόσο η δολοφονία του Καποδίστρια (1831) και η αναρχία που ακολούθησε, αναζωπύρωσε τη δραστηριότητα των πειρατών, μολονότι η Ελλάδα από το 1830 ήδη άρχισε τον ελεύθερο πολιτικό της βίο, που δεν της εξασφαλίζει όμως και την ανάλογη ευνομία.
Η εμφάνιση πειρατικών πλοίων στην ελληνική θάλασσα διακόπηκε οριστικά το 1850, όταν το Πολεμικό Ναυτικό ανέλαβε την καταδίωξή τους με την παράλληλη δράση και ξένων στόλων καταστρέφοντας οριστικά τα πειρατικά ορμητήρια του Αιγαίου. Από τη χρονιά αυτή ξεκινάει ως ένδειξη ελευθερίας και το άσπρισμα των σπιτιών στα νησιά του Αιγαίου από τους ντόπιους, καθώς δεν υπάρχει πια ο κίνδυνος θέασης των χωριών από τους πειρατές.
Το άσπρισμα έγινε και σε πολλά σπίτια στο κάστρο της Μονεμβασιάς αλλά ευτυχώς από το 1950 και μετά σταδιακά αποκαταστάθηκαν τα ασβεστωμένα σπίτια στην αρχική τους μορφή κι έτσι από το 1970 περίπου και μετά το κάστρο έχει την μορφή που βλέπουμε και σήμερα.
Εν κατακλείδι τον 19ο αιώνα, τα κρούσματα και οι πειρατικές επιδρομές γίνονται σπανιότερα και είναι βέβαια ηπιότερης μορφής απ' ότι σε προγενέστερες εποχές, γεγονός που σχετίζεται με την αρτιότερη κρατική οργάνωση αλλά και με τον εκσυγχρονισμό της ναυτιλίας.
Οι δε οικισμοί στα παραθαλάσσια μέρη και στα νησιά μέχρι τότε βρίσκονταν μακριά από την θάλασσα σε αθέατα σημεία και σε πάμπολλες περιπτώσεις τα σπίτια χτίζονταν το ένα δίπλα στο άλλο σε μορφή κάστρου (συναντάτε σε όλο το Αιγαίο). Η Μονεμβασιά μαζί με ελάχιστα άλλα μέρη στα νερά του Αιγαίου αποτελεί εξαίρεση χάρις στην οχύρωση της παρότι ήταν περιτριγυρισμένη από ορμητήρια πειρατών καθώς η θέση της βρίσκεται στο πέρασμα των πλοίων από την Ιταλία και Δυτ. Μεσόγειο προς το Αιγαίο και τον Εύξεινο πόντο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που ο Μονεμβασσιώτης ποιητής Γιάννης Ρίτσος την παρομοιάζει με καράβι.
 
ΠΗΓΗ:Monemvasia

ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ ΙΙ

 
ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ = Η ΜΟΝΗ ΕΜΒΑΣΙΣ
 

Στην Μονεμβασιά συνυπάρχουν: η μοναδική γεωμορφία του βράχου μαζί με τα ανθρώπινα τεχνικά οχυρωματικά έργα. Έτσι, σαν πλωτό φρούριο, βρέθηκε στην ρότα του θαλάσσιου εμπορίου μεταξύ ανατολής και δύσης.
Τα ονόματα της πολλά σαν τους αφέντες της, Μονεμβάσια, Μονεμβασία, Μαλβάζια, Μαλβαζούϊ, Μονεμβασσιά, Μονεμβάσσια, Μικρό Γιβραλτάρ αλλά και Βράχος). Στην αρχαιότητα ονομαζόταν “Άκρα Μίνωα” όπως περιγράφει στα Λακωνικά ο Παυσανίας και ήταν ενωμένη σε μεγάλο μήκος με την ξηρά. Βρίσκεται πολύ κοντά στην αρχαία Επίδαυρο Λιμηράς, χαλάσματα της οποίας σώζονται ως σήμερα.
Το 375μ.χ. αποκόπηκε από την Λακωνία, μετά από έναν τρομερό σεισμό, και πήρε τη μορφή που βλέπουμε σήμερα, όπως ακριβώς συνέβη και με την Ελαφόνησο νοτιότερα. Κατά τον μεσαίωνα κατοικήθηκε, οχυρώθηκε και γνώρισε μεγάλη ακμή.
Περιτριγυρισμένη από ορμητήρια πειρατών και κουρσάρων η Μονεμβασιά δεν θα επιβίωνε χωρίς τον βράχο.
 
Σήμερα στον βράχο συνυπάρχουν δύο κόσμοι:
Η, με ανθρώπων έργα, περιτοιχισμένη “κάτω πόλη”. Είναι κτισμένη δίπλα στην θάλασσα, στην νοτιοανατολική πλευρά του Βράχου, με άριστα συντηρημένα και αναπαλαιωμένα κτίσματα από μια μοναδική ελληνική αρχιτεκτονική με άρωμα Αιγαίου και πέτρας. Πλημμυρισμένη με τη βουή της θάλασσας και των πολλών ανθρώπων το αρμένισμα.
Η “Άνω Πόλη”. Είναι κτισμένη στην πάνω πλευρά του βράχου, με θέα, από ψηλά, το Μυρτώο πέλαγος. Αποτελεί απόρθητο φυσικό οχυρό, με αρκετά χαλάσματα αλλά και ελάχιστα κτίσματα να διασώζονται ως σήμερα. Το ανέβασμα γίνεται περπατώντας μέσα από την πολύβουη “κάτω πόλη”. Φτάνοντας πάνω ακούς τον δυνατό αέρα του Μυρτώου που σε αναγκάζει να κοιτάς προς το Νότο, προς τον κάβο Μαλιά και νιώθεις ότι τίθεσαι φρουρός του βράχου ατενίζοντας τον ορίζοντα, για Πειρατές, σίγουρα αξίζει τον κόπο.
 
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΗΣ - ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2012
 

ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ ( ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ )
















 
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΗΣ - ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ - ΚΑΤΩ ΠΟΛΗΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2012

ΚΑΣΤΡΟΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΣΤΡΑ

 
Ο Μυστράς ανήκει στον δήμο Σπάρτης της Περιφερειακής Ενότητας Λακωνίας.

Απέχει 6 χιλιόμετρα από την Σπάρτη.Στην Βυζαντινή πολιτεία έχουν αναστηλωθεί κάποια κτίσματα, όπως τα παλάτια.

Αποτελεί το σήμα κατατεθέν για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού των δύο τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου.

Η ίδρυση του Μυστρά συνδέεται με την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας το 1204: η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατακερματίζεται, η Πελοπόννησος παραχωρείται στη φράγκικη οικογένεια των Βιλλεαρδουίνων, που ιδρύει το Πριγκηπάτο της Αχαΐας και λίγα χρόνια αργότερα, το 1249, ο φράγκος πρίγκιπας Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος κτίζει το κάστρο του Μυζηθρά στην κορυφή του ομώνυμου λόφου, σε θέση καίρια για τον έλεγχο της κοιλάδας του Ευρώτα. Το κάστρο αυτό θα αποτελέσει τον πυρήνα της μετέπειτα καστροπολιτείας του Μυστρά, μιας από τις σημαντικότερες υστεροβυζαντινές πόλεις. Το 1259, στη μάχη της Πελαγονίας, ο φράγκος πρίγκιπας συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από τους Βυζαντινούς. Για την απελευθέρωσή του ο βυζαντινός αυτοκράτορας απαιτεί ως λύτρα την παράδοση των κάστρων της Μονεμβασίας, της Μαΐνης και του Μυζηθρά, τα οποία και παραδίδονται τρία χρόνια αργότερα, το 1262. Η ασφάλεια, που παρέχει ο φυσικά οχυρός λόφος του Μυστρά, θα προκαλέσει τη μετακίνηση του πληθυσμού της Λακεδαιμονίας σε αυτόν, γεγονός που θα αποτελέσει την απαρχή της εξέλιξής του στο σημαντικότερο αστικό κέντρο της περιοχής.
Το 1289 η ''κεφαλή'', ο επαρχιακός διοικητής των βυζαντινών κτίσεων της Πελοποννήσου, μεταφέρει την έδρα του από τη Μονεμβασία στο Μυστρά, ενώ το 1349 ο Μυστράς γίνεται η πρωτεύουσα του ημιαυτόνομου Δεσποτάτου του Μορέως με πρώτο ''Δεσπότη'' τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1349-1380), γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη Στ΄. Το 1383 τη δυναστεία των Καντακουζηνών διαδέχεται στο Μυστρά η αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων με πρώτο εκπρόσωπό της τον Θεόδωρο Α΄ (1380/1-1407). Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους ''Δεσπότες'' του Μυστρά κατέχει ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος (1443-1448), προτελευταίος στη σειρά ''Δεσπότης'', ο οποίος, έχοντας διαδεχθεί στον αυτοκρατορικό θρόνο τον αδελφό του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο (1425-1448), θα σκοτωθεί στην πολιορκία και άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453.
Η βυζαντινή φάση στην ιστορία του Μυστρά λήγει το 1460 με την παράδοσή του στους Τούρκους.
Από το 1460 έως το 1540 ο Μυστράς, πρωτεύουσα πλέον του οθωμανικού σαντζακίου της Πελοποννήσου, γίνεται ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα παραγωγής και εμπορίας μεταξιού της ανατολικής Μεσογείου. Μικρή διακοπή στη μακραίωνη τουρκική κατάκτηση αποτελεί η περίοδος της Ενετοκρατίας, από το 1687 έως το 1715, ενώ η παρακμή του Μυστρά αρχίζει το 1770 μετά την καταστροφή του από Τουρκαλβανούς στρατιώτες στο πλαίσιο του μεγάλου επαναστατικού κινήματος των Ορλωφικών.
Με την ίδρυση της σύγχρονης πόλης της Σπάρτης από το βασιλιά Όθωνα, το 1834, αρχίζει η μετακίνηση των κατοίκων του Μυστρά προς τη νέα πόλη. Οι τελευταίοι κάτοικοί του θα εγκαταλείψουν την καστροπολιτεία το 1953 μετά την απαλλοτρίωση του χώρου από το ελληνικό κράτος. Είχε προηγηθεί, το 1921, η κήρυξη του χώρου με βασιλικό διάταγμα ως προέχον βυζαντινό μνημείο.
Το 1989 με απόφαση της αρμόδιας επιτροπής της Unesco, ο Μυστράς εγγράφεται ως πολιτιστικό αγαθό στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
 
 
 

 
 
Εδώ μπορείτε να βρείτε τον Εκπαιδευτικό Δικτυότοπο για την Καστροπολιτεία του Μυστρά.
http://www.culture.gr/culture/mystras-edu/index.html
 
ΤΟ CULTURE GR ΑΝΑΦΕΡΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΥΣΤΡΑ - ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ
ΕΧΩ ΒΡΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ.
 
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΗΣ - ΜΥΣΤΡΑΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2012.

ΜΥΣΤΡΑΣ ( ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ )















 
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΗΣ - ΜΥΣΤΡΑΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2012