Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ ΣΤΟ ΣΟΥΝΙΟ












Στο νοτιότερο άκρο της Αττικής, σε ένα γεωλογικό έξαρμα που βρέχεται στις τρεις πλευρές του από τη θάλασσα, ορθώνεται ο αρχαίος ναός που έκτισαν οι Αθηναίοι για να τιμήσουν και να λατρεύσουν τον Ποσειδώνα, τον πανίσχυρο θεό κυρίαρχο της θάλασσας.
Κατά την παράδοση, η έριδα της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την πνευματική ηγεμονία της αττικής γης, είχε λήξει με την ήττα του τελευταίου, όταν ο βασιλιάς των Αθηνών επέλεξε την ιερή ελιά από τα θαλάσσια άλογα του Ποσειδώνα.
Ωστόσο η Αθήνα ήταν άμεσα εξαρτημένη πάντα από τη θάλασσα. Στην κορυφή λοιπόν του ακρωτηρίου του Σουνίου βρήκε η λατρεία του Ποσειδώνα την κατάλληλη θέση για να εδραιωθεί.
Ο οχυρωμένη κορυφή του ακρωτηρίου, θεωρούνταν πάντα από τους Αθηναίους, ως ένα σημείο ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας, καθώς έλεγχε την είσοδο του Σαρωνικού κόλπου.
Ήδη από αρκετά νωρίς ο χώρος οχυρώθηκε με ισχυρό τείχος και επανδρώθηκε με αξιόμαχη φρουρά, της οποίας η συντήρηση υπήρξε ένα από τα πάγια μελήματα των Αθηναίων.
Επιπλέον το φυσικό λιμάνι που διαμορφώνεται κάτω από το Σούνιο, χρησιμοποιήθηκε ως προχωρημένος ναύσταθμος και διέθετε τους δικούς του νεόσοικους.
Την ιερότητα του χώρου ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια, μαρτυρούν οι ομώνυμοι κούροι του Σουνίου που εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Βρέθηκαν θαμμένοι κοντά στην κορυφή του λόφου και δηλώνουν ότι ήδη από το 600 π.Χ., το ιερό του Σουνίου δεχόταν σημαντικές αναθέσεις.
Ένας πρώτος πώρινος ναός αφιερωμένος στο θεό της θάλασσας είχε ήδη αρχίσει να χτίζεται πριν το 480 π.Χ. Τον καιρό της περσικής επιδρομής η κατασκευή του είχε ήδη προχωρήσει αρκετά.
Η καταστροφή του ιερού από τους Πέρσες μετέτρεψε το οικοδόμημα αυτό σε σωρούς ερειπίων.
Οι Αθηναίοι δραστηριοποιήθηκαν ξανά για την ανέγερση ενός νέου ναού επί των χρόνων του Περικλή. Η κατασκευή του νέου ναού χρονολογείται μεταξύ των ετών 444-440, όταν η πόλη βρισκόταν κυριολεκτικά στο απόγειο της ακμής της.
Η κορυφή του λόφου ισοπεδώθηκε για αυτόν τον σκοπό και τα απομεινάρια του παλαιού ναού απομακρύνθηκαν και ενσωματώθηκαν στον αμυντικό περίβολο.
Ο νέος ναός θα ήταν περίπτερος με δύο κίονες μεταξύ παραστάδων σε πρόδομο και οπισθόδομο, και κατασκευασμένος εξ’ολοκλήρου από λευκό μάρμαρο.
Μία ζωφόρος με ανάγλυφη κενταυρομαχία διέτρεχε τον πρόναο, ενώ άλλα, πολύ αποσπασματικά σήμερα σωζόμενα γλυπτά, διακοσμούσαν τα αετώματα και τις κορυφές της στέγης. Η κατασκευαστική του ομοιότητα με το ναό του Ηφαίστου στην Αγορά των Αθηνών προδίδει ότι ο αρχιτέκτονας ήταν μάλλον ο ίδιος.
Το μνημείο παρέμεινε όρθιο και ορατό για περισσότερες από δύο χιλιετίες. Από τον 18ο αιώνα όμως αρχίζει η εκτεταμένη λεηλασία του.
Σήμερα τμήματα των κιόνων του έχουν αναγνωριστεί στο Chatsworth της Αγγλίας, στη Βενετία και στο Potsdam της Γερμανίας.
Τα όρθια απομεινάρια του σεπτού οίκου αποτέλεσαν για αιώνες το κατεξοχήν σημείο αναφοράς των θαλασσινών όταν πλησίαζαν στην είσοδο του Σαρωνικού.
Το μνημείο του θεού της θάλασσας, που κατάλευκο υψώνεται σήμερα στην κορυφή του Σουνίου, είναι ακόμα γνωστό στους ναυτικούς ως «Καβοκολώνες», ενώ ενέπνευσε περιηγητές, λογοτέχνες του ρομαντισμού και ποιητές.
Το ιερό της Αθηνάς βρίσκεται σε πιο χαμηλό λόφο και ουσιαστικά περιλαμβάνει δύο γειτονικά ιερά: ένα αρχαϊκό, από το οποίο σώζονται ελάχιστες πέτρες, και ένα νεότερο, κλασικού ρυθμού, από το οποίο σώζονται τα θεμέλια και αρκετές πέτρες από το ναό της θεάς.
Ο ναός αυτός χτίστηκε στα τέλη του Ε' Π.Χ. αιώνα. Τον Α' αιώνα Μ.Χ. διαλύθηκε και μεταφέρθηκε στην αγορά της Αθήνας, όπως και άλλοι ναοί της Αττικής.
Ο ναός ήταν ιωνικού ρυθμού και είχε χτιστεί και αυτός, όπως και ο ναός του Ποσειδώνα, με μάρμαρο της Αγριλέζας.
Κοντά στο ναό υπάρχει και ένας μικρότερος με βωμό. Ήταν χτισμένος με κοινές πέτρες και πιστεύεται πως ήταν αφιερωμένος σε κάποιον ήρωα της Αττικής. Και από το ναό αυτό σώζονται ελάχιστα λείψανα.
Το Σούνιο οχυρώθηκε κατά το 9ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου (413 π.Χ.) για την προστασία της από εκεί διέλευσης των σιτοφορτίων (Θουκυδίδης VIII 4) και μάλιστα το οχυρό αυτό θεωρούνταν το ισχυρότερο της Αττικής, όπως καταμαρτυρούν οι Δημοσθένης («Περί Στεφάνου» 238), Λίβιος (ΧΧΧΙ 25) και ο Σκύλαξ (21). Τα τείχη του, τμήματα του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα είχαν πάχος 3,5 μ. και περιέκλειαν κυκλικά το χώρο σε περιφέρεια 500 μ. ενώ ανά 20 μέτρα το τείχος εκείνο έφερε προστατευτικούς τετράγωνους πύργους.
Όμως γενικά η τότε περιοχή του Σουνίου έφθανε προς μεν ανατολικά μέχρι τον όρμο του Θορικού, βόρεια του σημερινού λιμένα του Λαυρίου, από δε δυτικά μέχρι την Ανάφλυστο κατέχοντας έτσι την Σουνιακή άκρα «τον γουνόν τον Σουνιακόν» όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (IV 99).
Ο Δήμος του Σουνίου ήταν παράλιος συνοικισμός του δυτικού όρμου, ο δε κάτοικος «Σουνιεύς» ανήκε στην αρχή στην Λεοντίδα φυλή και αργότερα από το 200 π.χ. στην Ατταλίδα φυλή. Κατά το 265 π.Χ. ο Πάτροκλος, ναύαρχος του Πτολεμαίου Λυγίδου έκτισε στην απέναντι νησίδα, σημερινή Πάτροκλος, επίσης ισχυρό φρούριο με την φρουρά του οποίου κατάφερε ο Αντίγονος Γονατάς να καταλάβει το Σούνιο το 260 π.Χ. το οποίο αποδόθηκε αργότερα και πάλι στους Αθηναίους από τον Άρατο το 229 π.χ.
Ο ναός της Αφαίας μαζί με τον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο και την Ακρόπολη έχουν ίση απόσταση μεταξύ τους (δηλαδή 242 αττικά στάδια) σχηματίζοντας ένα τέλειο τρίγωνο, το λεγόμενο «χρυσό τρίγωνο της αρχαιότητας».
Υπάρχουν πολλοί που δεν το θεωρούν σύμπτωση όπως δεν θεωρούν σύμπτωση το τρίγωνο που σχηματίζεται μεταξύ Αθήνας, Ολυμπίας και Δελφών.
Όπως και να έχει το γεγονός αυτό αποτελεί ένα από τα «αριθμητικά μυστήρια» που πολλοί ερευνητές προσπαθούν (ή θα ήθελαν) να λύσουν.
(Στάδιο αρχικά σήμαινε μονάδα μέτρησης ίση με 600 πόδια, που ήταν το μήκος του αγώνα δρόμου στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες και το συνολικό μήκος των αρχαιοελληνικών σταδίων).

Γεώργιος Λαμπής – Σούνιο, Ναός του Ποσειδώνα, Μάιος 2009.

ΦΑΡΑΓΓΙ ΠΑΝΤΑ ΒΡΕΧΕΙ ΕΥΡΥΤANIAΣ








Πρόκειται για εντυπωσιακό φυσικό σχηματισμό στον οποίο καταλήγει σχετικά κακής βατότητας δρόμος. Όμως, η ομορφιά και η αγριάδα του τοπίου αποζημιώνουν τους φυσιολάτρες επισκέπτες του, που είναι αρκετοί κατά τους θερινούς μήνες.
Ο Κρικελλιώτης, το μικρό ποτάμι που πηγάζει βόρεια του χωριού Κρίκελλο, ρέει εδώ μέσα σε στενή κοιλάδα με απότομες δασωμένες πλαγιές και γκρεμνά.
Ένα τμήμα της ροής του, μεταξύ των χωριών Ροσκά και Ψιανά, διέρχεται μέσα από στενό φαράγγι με κάθετους βράχινους τοίχους, μεγάλου υψομέτρου κατά τόπους. Η νότια πλευρά του φαραγγιού είναι η απόληξη της κορυφής Πλατανάκι, ένα απότομο και δυσπρόσιτο σχετικά βουνό, με μεγάλες κλίσεις, σκοτεινές ρεματιές και πυκνά ελατοδάση, το οποίο ανήκει στο συγκρότημα του Παναιτωλικού.
Η βόρεια πλευρά είναι η απόληξη του βουνού Καλιακούδα. Σε αυτή την πλευρά ρέουν πολλά νερά προς το φαράγγι, τα οποία πέφτουν απότομα και από ύψος μέσα σε αυτό. Μέρος τους σκορπίζει στον αέρα, γίνεται ψιχάλες και δροσοσταλίδες.
Σε ένα στενό τμήμα του φαραγγιού, τα νερά του Κρικελλιώτη έχουν διαβρώσει μέσα στο γεωλογικό χρόνο τα παράπλευρα της κοίτης βράχια κι έχουν δημιουργήσει ένα είδος χαγιατιού, όπως στις ανοιχτές οροφοσπηλιές.
Πάνω από αυτό κυλούν πολλά νερά προς το φαράγγι, χτυπούν στα βράχια και στάζουν από όλο το μήκος της οροφής. Σε όλο αυτό το μήκος της κοίτης, πάντα βρέχει, παρά τη μειωμένη ροή κατά την καλοκαιρινή περίοδο.
Η ποταμοπορεία μέσα από την κοίτη είναι σχετικά εύκολη και για τους μη μυημένους και είναι σχετικά σύντομη. Η ευκολότερη πρόσβαση στην περιοχή αυτή γίνεται από το χωριό Ροσκά, στο οποίο φτάνουμε από τη Δομνίστα.
Πρόσβαση δύναται να έχουμε και από την ορεινή διάβαση της Καλιακούδας, αλλά με πιο δύσκολο δρόμο.
Το φαράγγι Πάντα Βρέχει είναι μία από τις πιο εντυπωσιακές περιοχές της Ευρυτανίας, που καταλήγει σε μία περιοχή όπου κυριολεκτικά Πάνταβρέχει.
Για να φθάσουμε στο σημείο με τους καταρράκτες περνάμε το βουνό της Καλιακούδας και φτάνουμε στο ποτάμι, όπου ξεκινάμε την πεζοπορία στις όχθες και μέσα στον Κρικελοπόταμου.
Στη διάρκεια της διαδρομής μας πολλές φορές το νερό μπορεί να φτάσει και μέχρι τη μέση μας.
Μετά από 45' περίπου φτάνουμε στο εντυπωσιακό σημείο με τους καταρράκτες όπου μπορούμε και να κολυμπήσουμε.
Για να γυρίσουμε ακολουθούμε τον ίδιο δρόμο και όσοι θέλουν μπορούν να ανέβουν να απολαύσουν τη θέα στην εντυπωσιακή κρεμαστή γέφυρα.
Το Πάνταβρεχει είναι μια φοβερή τοποθεσία της Ελλάδας που σου μαγνητίζει την ψυχή και το μυαλό.
Καλό θα είναι, αν κάποιος θέλει να επισκεφτεί αυτό το πανέμορφο τοπίο με την άφθονη βλάστηση και τα τρεχούμενα νερά να το επισκεφτεί της πρωινές ώρες διότι κάποια στιγμή το απόγευμα τα νερά αρχίζουν και ανεβαίνουν σε κάποια σημεία του ποταμού, με αποτέλεσμα η κίνηση στον χώρο να είναι λίγο δύσκολη.
Θα σας φέρω ένα παράδειγμα για να καταλάβετε τι γίνετε στα νερά του Πάνταβρεχει.
Τον Αύγουστο του 2007 είχα επισκεφθεί την περιοχή για να θαυμάσω τις ομορφιές της, που δεν είναι και λίγες.
Η ώρα που κατέβηκα το ποτάμι ήταν περίπου στις πέντε, δεν αντιμετώπισα κανένα πρόβλημα μέχρι να φτάσω τους καταρράκτες.
Το πρόβλημα ήταν στην επιστροφή, σε κάποια σημεία το νερό είχε ανέβει τόσο πολύ που μου έφτανε μέχρι τους ώμους και ήταν δύσκολο αν φοράς βέβαια και ρούχα να το περάσεις.
Πιο πάνω αναφέρω για το γεφυράκι και το ότι όποιος θέλει μπορεί να το περάσει, εγώ δεν θα σας το συμβούλευα διότι τα ξύλα είναι παλιά χωρίς καμιά εμπιστοσύνη.
Όταν φθάσετε στους καταρράκτες καθίστε από κάτω τους και απολαύστε το παγωμένο νερό τους.
Σας υπενθυμίζω να φοράτε καλά παπούτσια διότι οι πέτρες και τα βράχια γλιστράνε.

Γεώργιος Λαμπής – Πάνταβρέχει Ευρυτανίας, Αύγουστος 2007.

ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΑΧΕΡΟΝΤΑ







Το αρχαίο Νεκρομαντείο του Αχέροντα βρίσκεται στο χωριό Μεσοπόταμος, του Νομού Πρεβέζης, στο σημείο όπου έσμιγε ο ποταμός Αχέρων με τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα, στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας Λίμνης, η οποία αποτελούσε την είσοδο του κόσμου των ψυχών.
Είναι χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου, στον οποίο κατέληγαν οι επισκέπτες από το Ακρωτήρι Χειμέριο του χωριού Αμμουδιά, για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές των αγαπημένων τους προσώπων.
Ο Όμηρος στην Οδύσσεια περιγράφει αναλυτικά την περιοχή κατά την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη.
ΜΕΘΟΔΟΣ ΜΑΝΤΕΙΑΣ
Καταλυτικός για τη μαντεία ήταν ο ρόλος των ιερέων, οι οποίοι επεδίωκαν συζητήσεις με τους επισκέπτες για να γνωρίσουν τις προθέσεις τους και να δώσουν τις ανάλογες απαντήσεις, καθώς και η ιεροτεσλετία που ακολουθούνταν.
Υπέβαλαν τους επισκέπτες σε ψυχολογικές και σωματικές δοκιμασίες είτε με τη δαιδαλώδη, επιβλητική κατασκευή του μαντείου και τις σκοτεινές γεμάτες υγρασία αίθουσες είτε με δίαιτα και με τη βοήθεια κύαμων (= κουκιά) που μασούσαν ώστε να θολώνουν το μυαλό τους και να εξάπτουν τη φαντασία τους.
Για να λάβει ο επισκέπτης απάντηση από την ψυχή έπρεπε να τελέσει προσφορές και να τη βγάλει από τη λήθη δίνοντάς της να πιει αίμα.
Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Ομήρου σύμφωνα με την οποία η μάνα του Οδυσσέα δεν τον αναγνώρισε παρά μόνο όταν ήπιε από το αίμα της προσφοράς.
Οι ψυχές θεωρούνταν άυλες σαν σκιές.
Τα "είδωλα" των ψυχών τα ανέβαζαν οι ιερείς με σιδερένιους μοχλούς από την υπόγεια αίθουσα. Στο τέλος οι πιστοί αποχωρούσαν από άλλη έξοδο ώστε να μην έρθουν σε επαφή με τους επόμενους επισκέπτες εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη μυστικότητα.
Η οποιαδήποτε μαρτυρία του χρησμού αποτελούσε βλασφημία και οδηγούσε ακόμα και σε θάνατο.
Μόλις ο επισκέπτης διέσχιζε την είσοδο του νεκρομαντείου βρισκόταν στην υπαίθρια αυλή.
Οι ιερείς τον υποδέχονταν και τον οδηγούσαν στα δωμάτια υποδοχής που βρισκόταν δίπλα.
Εκεί υπήρχαν και άλλα δωμάτια τα οποία ήταν βοηθητικοί χώροι ή χώροι προσωπικού.
Το πρώτο πράγμα που έκαναν οι ιερείς του νεκρομαντείου ήταν να πάρουν πληροφορίες για το λόγο της επίσκεψης, την οικονομική και την κοινωνική κατάσταση του επισκέπτη και στη συνέχεια τον οδηγούσαν στο νότιο τμήμα της αυλής όπου βρισκόταν τα δωμάτια παραμονής και προδιαίτησης.
Εκεί παρέμειναν οι επισκέπτες για να προετοιμαστούν για τη δοκιμασία που θα ακολουθούσαν.
Μετά την προετοιμασία τους, ο ιερέας τους οδηγούσε μέσα από τις δύο πύλες & στα υπνοδωμάτια. Εδώ οι επισκέπτες υποβάλλονταν σε ειδική δίαιτα με κουκιά, χοιρινό λίπος και όστρακα, ουσίες που προκαλούσαν αναστάτωση στον οργανισμό τους. Όταν έκρινε ο ιερέας ότι κάποιος ήταν έτοιμος, τον οδηγούσε στον ανατολικό διάδρομο μέσα από την τρίτη πύλη.
Πριν από αυτό όμως επισκεπτόταν το λουτρό όπου έριχνε μια πέτρα δεξιά του για να εξορκίσει το κακό και έπλενε τα χέρια του στο λουτήρα (ένα πιθάρι με νερό).
Μετά το πλύσιμο των χεριών ο επισκέπτης οδηγούνταν στο τελευταίο βόρειο δωμάτιο παραμονής για άγνωστο χρονικό διάστημα όπου η δίαιτα ήταν αυστηρότερη και με τις συνεχείς προσευχές αλλά και τις διηγήσεις του ιερέα μέσα στο σκοτάδι, οι αισθήσεις άρχισαν να υπολειτουργούν οδηγώντας τον σε μια κατάσταση παραισθήσεων.
Τελικά με οδηγό τον ιερέα, ο επισκέπτης έβγαινε στον ανατολικό διάδρομο όπου θυσίαζε ένα ζώο (συνήθως πρόβατο) και κατευθύνονταν στην πύλη του νότιου διαδρόμου.
Ο νότιος διάδρομος ήταν δαιδαλώδης σαν λαβύρινθος με τρεις τοξωτές πύλες που είχαν σιδερένιες πόρτες με καρφιά ώστε να ενισχύει την αίσθηση του κάτω κόσμου. Εδώ πρόσφεραν στους θεούς άλευρα (άλφιτα) μέσα σε πήλινες λεκάνες που τις έσπαζαν επιτόπου.
Η τελευταία πύλη ήταν η είσοδος του ιερού επίσης σιδερόφρακτη και οδηγούσε στην κεντρική αίθουσα του ιερού, μία αίθουσα μεγέθους 15 Χ 4,25 μ. δεξιά και αριστερά της οποίας υπήρχαν από τρία δωμάτια τα οποία ήταν αποθηκευτικοί χώροι για δημητριακά και προσφορές των επισκεπτών.
Εδώ στην κεντρική αίθουσα γινόταν οι «χοές» δηλ. προσφορές σε υγρή μορφή, όπως γάλα, μέλι, κρασί και αίμα θυσιασμένων ζώων, που χύνονταν στο πλακόστρωτο δάπεδο για να εξευμενίσουν τους θεούς του κάτω κόσμου.
Μετά από αυτό, σ’ αυτό το χώρο εμφανιζόταν και οι «σκιές» των νεκρών και μιλούσαν στον επισκέπτη.
Στο τέλος ο επισκέπτης οδηγούνταν στην έξοδο του ανατολικού διαδρόμου για να μη συναντηθεί με τους άλλους που ακόμα προετοιμαζόταν. Δεν έπρεπε να πει σε κανέναν τι είδε και τι έζησε γιατί θεωρούνταν βλασφημία.



Γεώργιος Λαμπής – Νεκρομαντείο Αχέροντα, Αύγουστος 2008.









ΑΧΕΡΩΝ





Ο Αχέρων είναι ποταμός της περιφέρειας Ηπείρου και διασχίζει τους Νομούς Πρεβέζης Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων.
Οι πηγές του βρίσκονται στο Νομό Ιωαννίνων, στο όρος Τόμαρος, σε υψόμετρο 1600 μέτρων και κοντά στο χωριό Γλυκή.
Εκβάλλει στο Ιόνιο Πέλαγος, στο χωριό Αμμουδιά του Νομού Πρεβέζης, όπου σχηματίζει Δέλτα από το οποίο διαμορφώνονται τα δύο κύρια έλη της περιοχής, το έλος της Σπλάντζας και της Βαλανιδορράχης.
Ο Αχέροντας λόγω της παράδοσης και της περιβαλλοντικής αξίας προσελκύει πλήθος επισκεπτών από τις πηγές έως και τις εκβολές του.
Το μήκος του ανέρχεται στα 52 χιλιόμετρα ενώ από τα νερά του αρδεύονται περίπου 85000 στρέμματα., εκ των οποίων 28000 βρίσκονται στο Νομό Θεσπρωτίας και 57000 στο Νομό Πρεβέζης.
Εναλλακτικά ο Αχέροντας ήταν γνωστός και ως Μαυροπόταμος, Φαναριώτικος ή Καμαριώτικο ποτάμι.

Ποταμός Αχέροντας.

Αχέρων: Η ονομασία του ποταμού Αχέροντα προέρχεται από τη λέξη «αχός» που σημαίνει θλίψη αναφερόμενη στη θλίψη του θανάτου
Μαυροπόταμος: Η εναλλακτική ονομασία του ποταμού ως Μαυροπόταμος προέρχεται από τις λέξεις «μαύρος» και «ποταμός» και αποδίδεται στο Δία που μαύρισε τα νερά του
Φαναριώτικος: Η ονομασία του ως Φαναριώτικος προέρχεται από το φανάρι (=φάρος) που υψωνόταν στο Ακρωτήρι Χειμέριο, το οποίο βρίσκεται στις εκβολές του στην Αμμουδιά, προς καθοδήγηση των επισκεπτών στο Νεκρομαντείο.
Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι ο Αχέροντας αποτελεί τον ποταμό εκείνο, τον διάπλου του οποίου έκανε, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία ο «ψυχοπομπός» Ερμής παραδίδοντας τις ψυχές των νεκρών στον Χάροντα για να καταλήξουν στο βασίλειο του Άδη.
Η κάθε ψυχή, περνώντας από το πορθμείο του Χάροντα, έπρεπε να δώσει από έναν οβολό για τη μεταφορά, ενώ αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του Μένιππου, τον οποίο αναφέρει ο Λουκιανός, ως τον μοναδικό που διέσχισε τον Αχέροντα χωρίς να πληρώσει.
Στο δρόμο του ο ποταμός διασταυρωνόταν με τους Πυριφλεγέθοντα και Κωκυτό, στο σημερινό χωριό Μεσοπόταμος, στο σημείο όπου βρίσκεται το αρχαίο Νεκρομαντείο του Αχέροντα, το οποίο προωθούσε την επικοινωνία με τις ψυχές. Αχέρων, Κωκυτός και Πυριφλεγέθων συναποτελούσαν τους τρεις ποταμούς του Άδη, και οι τρείς με θλιβερά ονόματα (Αχέρων = χωρίς χαρά, Πυριφλεγέθων = πύρινος, Κωκυτός = θρήνος) συμβολίζοντας την θλίψη και τους θρήνους του θανάτου και δίνοντας το συμβολισμό της πύρινης κολάσεως, όπως διατηρείται και σήμερα στην Χριστιανική θρησκεία.
Σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση τα νερά του ποταμού ήταν πικρά καθώς ένα "στοιχειό" (τέρας) που ζούσε στις πηγές του δηλητηρίαζε τα νερά.
Ο Άγιος Δονάτος, πολιούχος της Μητρόπολης Παραμυθιάς Θεσπρωτίας, σκότωσε το στοιχειό και τα νερά του Αχέροντα έγιναν γλυκά. Έτσι πήρε και το όνομά του το χωριό Γλυκή. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο από την αρχαία Ελληνική μυθολογία που μαρτυρά την συνέχεια αυτής στην σύγχρονη πλέον λαϊκή παράδοση είναι το εξής: Κατά την τιτανομαχία οι Τιτάνες έπιναν νερό από τον Αχέροντα για να ξεδιψάσουν γεγονός που προκάλεσε την οργή του Δία ο οποίος μαύρισε και πίκρανε τα νερά του.

Γεώργιος Λαμπής – Αχέροντας, Αύγουστος 2008.