Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ ΣΤΟ ΣΟΥΝΙΟ












Στο νοτιότερο άκρο της Αττικής, σε ένα γεωλογικό έξαρμα που βρέχεται στις τρεις πλευρές του από τη θάλασσα, ορθώνεται ο αρχαίος ναός που έκτισαν οι Αθηναίοι για να τιμήσουν και να λατρεύσουν τον Ποσειδώνα, τον πανίσχυρο θεό κυρίαρχο της θάλασσας.
Κατά την παράδοση, η έριδα της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την πνευματική ηγεμονία της αττικής γης, είχε λήξει με την ήττα του τελευταίου, όταν ο βασιλιάς των Αθηνών επέλεξε την ιερή ελιά από τα θαλάσσια άλογα του Ποσειδώνα.
Ωστόσο η Αθήνα ήταν άμεσα εξαρτημένη πάντα από τη θάλασσα. Στην κορυφή λοιπόν του ακρωτηρίου του Σουνίου βρήκε η λατρεία του Ποσειδώνα την κατάλληλη θέση για να εδραιωθεί.
Ο οχυρωμένη κορυφή του ακρωτηρίου, θεωρούνταν πάντα από τους Αθηναίους, ως ένα σημείο ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας, καθώς έλεγχε την είσοδο του Σαρωνικού κόλπου.
Ήδη από αρκετά νωρίς ο χώρος οχυρώθηκε με ισχυρό τείχος και επανδρώθηκε με αξιόμαχη φρουρά, της οποίας η συντήρηση υπήρξε ένα από τα πάγια μελήματα των Αθηναίων.
Επιπλέον το φυσικό λιμάνι που διαμορφώνεται κάτω από το Σούνιο, χρησιμοποιήθηκε ως προχωρημένος ναύσταθμος και διέθετε τους δικούς του νεόσοικους.
Την ιερότητα του χώρου ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια, μαρτυρούν οι ομώνυμοι κούροι του Σουνίου που εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Βρέθηκαν θαμμένοι κοντά στην κορυφή του λόφου και δηλώνουν ότι ήδη από το 600 π.Χ., το ιερό του Σουνίου δεχόταν σημαντικές αναθέσεις.
Ένας πρώτος πώρινος ναός αφιερωμένος στο θεό της θάλασσας είχε ήδη αρχίσει να χτίζεται πριν το 480 π.Χ. Τον καιρό της περσικής επιδρομής η κατασκευή του είχε ήδη προχωρήσει αρκετά.
Η καταστροφή του ιερού από τους Πέρσες μετέτρεψε το οικοδόμημα αυτό σε σωρούς ερειπίων.
Οι Αθηναίοι δραστηριοποιήθηκαν ξανά για την ανέγερση ενός νέου ναού επί των χρόνων του Περικλή. Η κατασκευή του νέου ναού χρονολογείται μεταξύ των ετών 444-440, όταν η πόλη βρισκόταν κυριολεκτικά στο απόγειο της ακμής της.
Η κορυφή του λόφου ισοπεδώθηκε για αυτόν τον σκοπό και τα απομεινάρια του παλαιού ναού απομακρύνθηκαν και ενσωματώθηκαν στον αμυντικό περίβολο.
Ο νέος ναός θα ήταν περίπτερος με δύο κίονες μεταξύ παραστάδων σε πρόδομο και οπισθόδομο, και κατασκευασμένος εξ’ολοκλήρου από λευκό μάρμαρο.
Μία ζωφόρος με ανάγλυφη κενταυρομαχία διέτρεχε τον πρόναο, ενώ άλλα, πολύ αποσπασματικά σήμερα σωζόμενα γλυπτά, διακοσμούσαν τα αετώματα και τις κορυφές της στέγης. Η κατασκευαστική του ομοιότητα με το ναό του Ηφαίστου στην Αγορά των Αθηνών προδίδει ότι ο αρχιτέκτονας ήταν μάλλον ο ίδιος.
Το μνημείο παρέμεινε όρθιο και ορατό για περισσότερες από δύο χιλιετίες. Από τον 18ο αιώνα όμως αρχίζει η εκτεταμένη λεηλασία του.
Σήμερα τμήματα των κιόνων του έχουν αναγνωριστεί στο Chatsworth της Αγγλίας, στη Βενετία και στο Potsdam της Γερμανίας.
Τα όρθια απομεινάρια του σεπτού οίκου αποτέλεσαν για αιώνες το κατεξοχήν σημείο αναφοράς των θαλασσινών όταν πλησίαζαν στην είσοδο του Σαρωνικού.
Το μνημείο του θεού της θάλασσας, που κατάλευκο υψώνεται σήμερα στην κορυφή του Σουνίου, είναι ακόμα γνωστό στους ναυτικούς ως «Καβοκολώνες», ενώ ενέπνευσε περιηγητές, λογοτέχνες του ρομαντισμού και ποιητές.
Το ιερό της Αθηνάς βρίσκεται σε πιο χαμηλό λόφο και ουσιαστικά περιλαμβάνει δύο γειτονικά ιερά: ένα αρχαϊκό, από το οποίο σώζονται ελάχιστες πέτρες, και ένα νεότερο, κλασικού ρυθμού, από το οποίο σώζονται τα θεμέλια και αρκετές πέτρες από το ναό της θεάς.
Ο ναός αυτός χτίστηκε στα τέλη του Ε' Π.Χ. αιώνα. Τον Α' αιώνα Μ.Χ. διαλύθηκε και μεταφέρθηκε στην αγορά της Αθήνας, όπως και άλλοι ναοί της Αττικής.
Ο ναός ήταν ιωνικού ρυθμού και είχε χτιστεί και αυτός, όπως και ο ναός του Ποσειδώνα, με μάρμαρο της Αγριλέζας.
Κοντά στο ναό υπάρχει και ένας μικρότερος με βωμό. Ήταν χτισμένος με κοινές πέτρες και πιστεύεται πως ήταν αφιερωμένος σε κάποιον ήρωα της Αττικής. Και από το ναό αυτό σώζονται ελάχιστα λείψανα.
Το Σούνιο οχυρώθηκε κατά το 9ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου (413 π.Χ.) για την προστασία της από εκεί διέλευσης των σιτοφορτίων (Θουκυδίδης VIII 4) και μάλιστα το οχυρό αυτό θεωρούνταν το ισχυρότερο της Αττικής, όπως καταμαρτυρούν οι Δημοσθένης («Περί Στεφάνου» 238), Λίβιος (ΧΧΧΙ 25) και ο Σκύλαξ (21). Τα τείχη του, τμήματα του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα είχαν πάχος 3,5 μ. και περιέκλειαν κυκλικά το χώρο σε περιφέρεια 500 μ. ενώ ανά 20 μέτρα το τείχος εκείνο έφερε προστατευτικούς τετράγωνους πύργους.
Όμως γενικά η τότε περιοχή του Σουνίου έφθανε προς μεν ανατολικά μέχρι τον όρμο του Θορικού, βόρεια του σημερινού λιμένα του Λαυρίου, από δε δυτικά μέχρι την Ανάφλυστο κατέχοντας έτσι την Σουνιακή άκρα «τον γουνόν τον Σουνιακόν» όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (IV 99).
Ο Δήμος του Σουνίου ήταν παράλιος συνοικισμός του δυτικού όρμου, ο δε κάτοικος «Σουνιεύς» ανήκε στην αρχή στην Λεοντίδα φυλή και αργότερα από το 200 π.χ. στην Ατταλίδα φυλή. Κατά το 265 π.Χ. ο Πάτροκλος, ναύαρχος του Πτολεμαίου Λυγίδου έκτισε στην απέναντι νησίδα, σημερινή Πάτροκλος, επίσης ισχυρό φρούριο με την φρουρά του οποίου κατάφερε ο Αντίγονος Γονατάς να καταλάβει το Σούνιο το 260 π.Χ. το οποίο αποδόθηκε αργότερα και πάλι στους Αθηναίους από τον Άρατο το 229 π.χ.
Ο ναός της Αφαίας μαζί με τον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο και την Ακρόπολη έχουν ίση απόσταση μεταξύ τους (δηλαδή 242 αττικά στάδια) σχηματίζοντας ένα τέλειο τρίγωνο, το λεγόμενο «χρυσό τρίγωνο της αρχαιότητας».
Υπάρχουν πολλοί που δεν το θεωρούν σύμπτωση όπως δεν θεωρούν σύμπτωση το τρίγωνο που σχηματίζεται μεταξύ Αθήνας, Ολυμπίας και Δελφών.
Όπως και να έχει το γεγονός αυτό αποτελεί ένα από τα «αριθμητικά μυστήρια» που πολλοί ερευνητές προσπαθούν (ή θα ήθελαν) να λύσουν.
(Στάδιο αρχικά σήμαινε μονάδα μέτρησης ίση με 600 πόδια, που ήταν το μήκος του αγώνα δρόμου στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες και το συνολικό μήκος των αρχαιοελληνικών σταδίων).

Γεώργιος Λαμπής – Σούνιο, Ναός του Ποσειδώνα, Μάιος 2009.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου