Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

ΠΥΡΑΜΙΔΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Στο νοτιοδυτικό άκρο της αργολικής πεδιάδας κοντά στις πηγές του Ερασίνου ποταμού (σημερινό Κεφαλάρι) και πάνω σε κύρια οδική αρτηρία που κατά την αρχαιότητα οδηγούσε από το 'Αργος προς την Τεγέα και την υπόλοιπη Αρκαδία, βρίσκεται ένα μεμονωμένο μνημείο, ένα μικρό οχυρό, γνωστό σήμερα με την ονομασία ''Πυραμίδα'' του Ελληνικού. Σύμφωνα με τις ανασκαφικές μαρτυρίες και τα χαρακτηριστικά στοιχεία της δομής του χρονολογείται στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα και όχι στην προϊστορική περίοδο, όπως πρόσφατα θέλησαν να αποδείξουν ορισμένοι ερευνητές. Στα ύστερα χρόνια της αρχαιότητας θεωρούσαν την πυραμίδα ως ταφικό μνημείο ''Πολυάνδριον'', ενώ σήμερα είναι βέβαιο ότι είναι οχυρό του τύπου των μικρών φρουρίων που έλεγχαν τους οδικούς άξονες και που είναι γνωστός και από άλλες περιοχές της Αργολίδας και Κυνουρίας.

Έχει σχήμα πύργου με επικλινείς τις εξωτερικές πλευρές του οι οποίες περιβάλλουν ένα ορθογώνιο οικοδόμημα συνολικών εσωτερικών διαστάσεων 7,03 x 9,07 μ. Οι εξωτερικοί αυτοί τοίχοι, ανερχόμενοι με κλίση πλευράς 60 μοιρών, σε ύψος 3,50 μ. μετατρέπονται σε κατακόρυφους για να στηρίξουν τους ορόφους της ανωδομής. Η κύρια είσοδος του μνημείου βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του μνημείου, δηλαδή στην πλευρά που κοιτάζει προς την θάλασσα του Αργολικού κόλπου. Απ' αυτήν εσωτερικά ξεκινά ένας στενόμακρος διάδρομος που οδηγεί σε μικρότερη πυλίδα, ανοιγμένη στο νότιο τοίχο του κυρίως χώρου, ενός τετράγωνου δωματίου πλευράς 7 μ περίπου.

Το επιβλητικό αυτό μνημείο είναι όλο δομημένο από σκληρό γκρίζο ασβεστόλιθο της περιοχής σε τραπεζιόσχημο και πολυγωνικό εν μέρει σύστημα από μεγάλους λιθόπλινθους.

Ανασκαφικές έρευνες στο μνημείο, του οποίου η λιθοδομή παρέμεινε ακλόνητη επί 2400 χρόνια έγιναν από τον Th. Wiegand το 1901, κυρίως όμως από τον L.Lord το 1938, οι οποίοι δημοσίευσαν τα αποτελέσματα των ανασκαφών τους σε σχετικές μονογραφίες.

ΚΑΣΤΡΟ ΛΑΡΙΣΑΣ ( ΑΡΓΟΣ )

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Το κάστρο έχει υψόμετρο 289 μ. Οικοδομήθηκε κατά τους προϊστορικούς χρόνους και είναι νεότερο από τις οχυρώσεις της Ασπίδος. Η βάση του σε ορισμένα σημεία έχει ογκόλιθους, που μας θυμίζουν τα κυκλώπεια τείχη. Τον 5ο και 6ο αι. οι Αργείοι επισκευάζουν και συμπληρώνουν το τείχος, ακολουθώντας τα παλαιότερα ίχνη. Σημαντικά τμήματα της εποχής εκείνης σώζονται στο βόρειο και δυτικό τμήμα.
Τον 10ο αι. μ.Χ. κτίστηκε το μεσαιωνικό κάστρο. Τον 13ο αι. το ανανέωσαν οι Φράγκοι, τον 15ο αι. το συμπλήρωσαν οι Ενετοί και αργότερα οι Τούρκοι έκαναν τις δικές τους προσθήκες. Όλοι όσοι το διαφέντεψαν, Έλληνες και μη, φρόντισαν ν’ αφήσουν τα ίχνη της οχυρωματικής τους τέχνης στο επιβλητικό μνημείο, που δεσπόζει στην πεδιάδα του Άργους.
Το κάστρο έχει δύο περιβόλους· τον εξωτερικό, μήκους200 μ., και τον εσωτερικό, μήκους 70 περίπου μέτρων. Στον εσωτερικό χώρο υπήρχε ναός του Λαρισαίου Διός και της Αθηνάς Πολιάδος (Παυσ. ΙΙ, 24,3). Επίσης, υπήρχε σταυρεπίστεγη εκκλησία του 12ου αι. Σώθηκε η κτητορική της επιγραφή με το όνομα του επισκόπου Νικήτα, η οποία φυλάσσεται στις αποθήκες του μουσείου Άργους. Για την κατασκευή της εκκλησίας χρησιμοποιήθηκε οικοδομικό υλικό της αρχαίας εποχής. Αλλά και σε πολλά ακόμη σημεία της τοιχοποιίας του κάστρου ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει ενσωματωμένα αρχιτεκτονικά μέλη.
Το κάστρο συνδέθηκε ιστορικά με την επανάσταση του 1821. Όταν έφτασε στο Άργος η μεγάλη στρατιά του Δράμαλη, ο Κολοκοτρώνης έκρινε ότι έπρεπε οι Έλληνες να το καταλάβουν, για να απασχολήσουν τον εχθρό, που θα το πολιορκούσε, και να κερδίσουν πολύτιμο χρόνο. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε αρχικά εκατό διαλεχτούς άνδρες, στους οποίους προστέθηκαν αργότερα κι άλλοι κι έγιναν επτακόσιοι. Αρχηγός τους ήταν ο Δημ. Υψηλάντης, ο οποίος έδωσε δείγμα της στρατηγικής του ικανότητας.
Οι Έλληνες κράτησαν το κάστρο μέχρι τις 24 Ιουλίου και κατόρθωσαν να διαφύγουν ύστερα από αντιπερισπασμό, που προκάλεσαν στον εχθρό οι Έλληνες του στρατοπέδου των Μύλων. Οι Έλληνες είχαν κατορθώσει να καθυστερήσουν τον εχθρό 15 περίπου μέρες, που ήταν πολύτιμος χρόνος για την οργάνωσή τους και την αποτελεσματική αντιμετώπιση του εχθρού στα Δερβενάκια μετά από δύο μέρες.
Το κάστρο σήμερα, αν και είναι παραμελημένο, χρησιμοποιείται κατά διαστήματα για πολιτιστικές εκδηλώσεις. Κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο το 1992 (ΦΕΚ 28 Α/1922).
Το ονομαζόμενο φρούριο Λάρισα που δεσπόζει της πόλης, εξεταζόμενο ιδιαίτερα ως μνημείο, που επιβίωσε κατά την ανά τους αιώνες πορεία των κατοίκων του Άργους, συμβολίζει διαχρονικά την επιβίωση και της πόλης, που προστάτευε από τους προϊστορικούς χρόνους, της λατρείας των ειδώλων και των αρχαίων θεών, μέχρι τους μετά Χριστόν αιώνες.[3]
Στα τείχη του φρουρίου και τον περιβάλλοντα χώρο η έρευνα απεκάλυψε ό,τι είχε σχέση: α) με αρχιτεκτονική (στρατιωτικές οχυρώσεις), β) θρησκευτική χρήση, γ) υλικό για σύγκριση με άλλα φρούρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό και δ) γλωσσικά στοιχεία για την εύρεση των κατασκευαστών, μόνιμων κατοίκων η περαστικών κατακτητών[4].
Πιο κάτω παραθέτουμε τα αποτελέσματα των ερευνών, που έγιναν από τον 19o αιώνα μέχρι και τον 20o, με προτάσεις για μία σύγχρονη αξιοποίηση του ευρύτερου χώρου, αφού εκεί πρέπει να καταλήγει κάθε Συνέδριο [5]. Αυτό συμπίπτει και με τα εκατό δέκα χρόνια πολιτιστικής δράσης του ΔΑΝΑΟΥ, ενός Συλλόγου που ανέδειξε με τις δραστηριότητές του το χθες και το σήμερα του Άργους για να ακουμπάμε στο παρελθόν (μελετώντας) να αγγίζουμε το παρόν (ερευνώντας) έτσι, ώστε να οραματιζόμαστε το μέλλον με την αξιοποίηση όσων μας προσφέρει η μελέτη και η έρευνα [6].
Από τα ονόματα στα πράγματα
Η ιστορική και συγκριτική γλωσσολογία για τα ονόματα Άργος – Αργείοι – Λάρισα μας προσφέρει υλικό για τις σχέσεις των ονομάτων αυτών με αντίστοιχά τους εντός και εκτός της σημερινής Ελλάδος [7]. Με κέντρο τη Βόρειο Ελλάδα διαδόθηκε το Αργείοι ως παράγωγο του Άργους ως ένα από τα ομηρικά ονόματα για τους Έλληνες. Έτσι έχουμε:
1. Άργος Ορεστικόν στη λεκάνη του ποταμού Αλιάκμονα με παράγωγο του Άργους το Argestaeus Campus (αργεσταία πεδιάδα) στον Άνω Αλιάκμονα.
2. Άργος (= Υπέρια) στο νησί των Φαιάκων (Στέφανος Βυζάντιος) που ταυτίζεται με την Κέρκυρα.
3. Άργος Αμφιλοχικόν στη νότιο Ήπειρο, περιοχή Αμφιλοχίας.
4. Άργεις (στον Ησύχιο) στη Βόρειο Θεσσαλία εθνικόν από το Άργος.
5. Άργος Πελασγικόν, όνομα της Θεσσαλικής πεδιάδας κοντά στον Πηνειό (Ιλιάδα) ή κατά τον Στράβωνα και Απολλώνιο της Θεσσαλίας ή κατά τον Ευστάθιο της Λάρισας. Το Πελασγικό προστέθηκε για να το διακρίνει από άλλες πόλεις η περιοχές με το ίδιο όνομα. Άργος Πελασγικό σημαίνει Άργος στην αρχαία περιοχή των Πελασγών.
6. Άργος Ίασον (Οδύσσεια και Σχόλια, Στράβων, Στεφ. Βυζ., Ευστάθιος, Ησύχιος) το σύνηθές του Άργος Αχαϊκόν (από την Ιλιάδα και μετά) είναι το υπό εξέταση Άργος της Αργολίδας με το φρούριο Λάρισα που έδινε το όνομα σε όλη του την περιοχή, αλλά και σ’ όλη την Πελοπόννησο.
Αντίστροφο παράγωγο είναι το Ιωνικόν Άργος από το Ιάσι < La Fασι πληθυντικός από το Lά(f)ονες, δηλαδή το Άργος στην περιοχή των Ιώνων που μπορούμε να το συγκρίνουμε με παρόμοια όπως Άργος το εν Ορεστεία (Ορεστικόν) και Άργος εν τω Ιονίω (= Ίππιον στην Απουλία της Ιταλίας).
[Αρχικά η πόλη είχε το προελληνικό όνομα Λάρισ(σ)α όταν κατακτήθηκε από τους Έλληνες[8] ενώ η Πελοπόννησος ονομάσθηκε Άργος, γνώμη Γεκοργκέφ]. Οι Ίωνες ήταν οι πρώτοι Έλληνες στην Πελοπόννησο και κατ’ αρχάς η πόλη ονομάσθηκε Άργος Ίασον (Ιωνικόν Άργος) και όταν αργότερα κατακτήθηκε από τους Αχαιούς (Αργείους και Δαναούς) ονομάσθηκε Άργος Αχαϊκόν Αργεία (χώρα).
7. Άργος, πόλη στην περιοχή της Τροιζήνας (Στεφ. Βυζ.) στη Βορειοδυτική Πελοπόννησο.
8. Άργος, πόλη στο νησί Νίσυρος (Στεφ. Βυζ.).
9. Άργος, πόλη στην Καρία (Στεφ. Βυζ.).
10. Άργος = Αργειόπολις, πόλη στην Κιλικία (Στεφ. Βυζ.).
Από τη γεωγραφική διάδοση του τοπωνυμίου Άργος και του εθνικού Αργείοι μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Βορειοδυτική Ελλάδα είναι η αρχική χώρα προέλευσης των Αργείων, (όρος Χάων στην Ήπειρο και Αργολίδα). Από εκεί κατά την 3η χιλιετηρίδα η στις αρχές της 2ης οι Αργείοι κατέκτησαν την περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Θεσσαλία (νότια του Πηνειού) που πριν κατοικούσαν οι Πελασγοί και πιθανώς ονομαζόταν η περιοχή Πελασγία. Αυτή άλλαξε σε Άργος (Πελασγικόν) και από την φυλή των Θεσσαλών έγινε αργότερα Θεσσαλία.
Έτσι σχηματίστηκε μια φυλετική συμμαχία (Τρίφυλος) μεταξύ των Αργείων, του πληθυσμού του Άργους Πελασγικού (Βόρειος Θεσσαλία) των Αχαιών, του πληθυσμού της Αχαΐας (Αχαΐα Φθιώτης, στη νότιο Θεσσαλία) και των Δαναών (Βλ. το όνομα Απιδανός ποταμός της περιοχής που ονομάστηκε αργότερα Θεσσαλιώτις) [από το απα = νερό και δαν = ποταμός] και Δαναός = ποταμήσιος) [9]. Γι’ αυτό ο Όμηρος αποδίδει στους Έλληνες τρία ονόματα: Αργείοι, Αχαιοί ή Δαναοί.
Οι Ίωνες που πιθανώς κατοικούσαν στην περιοχή του ποταμού Ίων (ΒΔ Θεσσαλοί) πιεζόμενοι από τους Αργείους προχώρησαν προς το νότο και κατέκτησαν την Αονία (Βοιωτία) και την Πελοπόννησο (Άργος Ίασον). Οι Αργείοι, Αχαιοί, Δαναοί από τη Θεσσαλία κατέκτησαν την Πελοπόννησο και το Άργος Ίασον ονομάστηκε τότε Άργος Αχαϊκόν. Στο δεύτερο μισό της 2ης χιλιετηρίδας οι Αργείοι, Αχαιοί, Δαναοί έκαναν αποικίες στη ΝΔ. και Ν. ακτή της Μικράς Ασίας και την Κύπρο.
Οι Χετταίοι τους ονόμαζαν τότε Αχχιγιάβα (Αχαιfοί) (από το Αχαιf-ία η χώρα των Αχαιfοί) και Αrzαννα (Αrzaννα) που υποκρύπτει τον υστεροΜυκηναϊκό (Κυπριακό) τύπο Άρζει fα η χώρα των Αργείων παράγωγο του Αργεεύς (κάτοικος του Άργους).
Στα Λατινικά διατηρήθηκε ως Argivi κάτοικοι της Αργείας (η χώρα των Αργείων) ενώ ίχνη των αποικιών των Αργείων στη Μικρά Ασία είναι το Άργος της Καρίας και η Αργειόπολις της Κιλικίας.
Το τοπωνύμιο Άργος (λευκή πόλις) σχετίζεται με το επίθετο αργής (λαμπρός, λευκός, απαστράπτων) που απαντά συχνά στα Ελληνικά τοπωνύμια, όπως Άργιον (το όρος) το βουνό και το αρχαιότερο όνομα για τις Μυκήνες Άργεννον, που ως ακρωτήριο της Ιωνίας μετονομάστηκε το μεσαίωνα σε Λευκό ακρωτήριο.
Λάρισα είναι το όνομα οκτώ πόλεων στη Θεσσαλία, Φθιώτιδα, Αττική, Άργος και στην Κρήτη. (Μπορεί να παραβληθεί με το Λάρισσος όνομα ποταμού στην Αχαΐα και Λαρισαίαι Πέτραι βράχοι στο νησί Λέσβος, ενώ από το λάας = λίθος (λαύρον = μέταλλον αργύρου παρά Αθηναίοις (Ησύ-χιος) (πρβ. Λαύριον, όπου ορυχεία αργύρου) και το Άργος με το argentum (Λατ. άργυρος).
Έχουμε λοιπόν μία σημασιολογική ταύτιση Άργους (λευκός) και άργυρος (ασήμι ως λευκό) με τη Λάρισα ως φρούριο να δεσπόζει σε βραχώδη λόφο, πράγμα που επαληθεύει άλλη μία φορά τη φράση του Πλάτωνος (από το διάλογο Κρατύλος) «ος αν τα ονόματα ειδή, είσεται και τα πράγματα» (= όποιος θα γνωρίσει τα ονόματα, θα μάθει και τα πράγματα).
Σταθμοί της ιστορίας της Λάρισας
Η λέξη κάστρο εισήχθη από τη λατινική (ρωμαϊκή) στην ελληνική με αρχική σημασία της το οχυρωμένο στρατόπεδο[10] (castra-οrum). Πήρε τη θέση των λέξεων οχυρόν, φρούριον, και με τη διαρκή χρήση της στη Βυζαντινή εποχή φτάνει μέχρι σήμερα.
Στην τοιχοδομία του φρουρίου Λάρισα βρίσκουμε μυκηναϊκά στοιχεία, αρχαϊκά (6ος αιώνας), κλασικά του 5ου αιώνα, Βυζαντινά, φραγκικά, ενετικά, τουρκικά. Όλα αυτά δεν άλλαξαν το γενικό του σχήμα και σχέδιο κατασκευής πράγμα που αποδεικνύει ότι έγινε διαχρονικά το φυσικό επιστέγασμα της οχύρωσης του Άργους, ως ακρόπολή του, έτσι ώστε η ιστορία της πόλης να ταυτίζεται με την τύχη του φρουρίου αυτού [11].
Βρίσκεται στον ψηλότερο από τους δύο λόφους 289 μ. που ορίζουν προς Δ. και Β. το Άργος με ισοπεδωμένη την κορφή μήκους 200 μ. και για λόγους μίας άμυνας «εις βάθος» έχει εσωτερικό φρούριο μήκους 7μ. στον κεντρικό χώρο. Μπορεί να συγκριθεί στο σημείο αυτό με το εσωτερικό φρούριο στο κάστρο Χλεμούτσι της Ηλείας [12] και της Πάτρας.
Παραλληλίζοντας την ιστορία του Άργους και της Λάρισας βρίσκουμε στα διαφορετικά οικοδομικά υλικά κατά εποχές και τους σταθμούς στη μακραίωνη ιστορία του Άργους. Τα μυκηναϊκά κατάλοιπα έχουν ενσωματωθεί στα μεταγενέστερα τείχη που χαρακτηρίζονται: α) αρχαϊκά 6ος αι. π.Χ. και β) κλασσικά 5ος στη Βόρεια, ανατολική και βορειοδυτική πλευρά. Χρησιμοποιούνται κατά τη Ρωμαϊκή εποχή (αρχίζει με την καταστροφή της Κορίνθου το 146 π.Χ.) και κατά την ακόλουθη Βυζαντινή από τον 4ο μ.Χ. αι.
Ο Λέων Σγουρός καταλαμβάνει το κάστρο το 1203 ένα χρόνο πριν από τη Φραγκοκρατία 1204 και ο Θεόδωρος Άγγελος το 1210 για να καταληφθεί τα επόμενα χρόνια 1212-1381 από τους Φράγκους που έχουν ιδρύσει με τους Βιλλεαρδουΐνους το Πριγκηπάτο του Μορέως με έδρα την Ηλεία (Ανδραβίδα) [13].
Το 1389 το κατέχει ο Θεόδωρος Ά Παλαιολόγος μέχρι το 1394 που καταλαμβάνεται από τους Τούρκους. Μέχρι τότε έγιναν οι μεγαλύτερες αλλαγές στα αρχαία του τείχη που αντικαταστάθηκαν με μεσαιωνικές κατασκευές και με φραγκικές προσθήκες τον 13ο αι. και μετά. Το 1397-1463 έχουμε ανανέωση οχυρωματική από τους Βενετούς κατά την πρώτη περίοδο της Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο.
Το 1463-1686 καταλαμβάνεται από τους Τούρκους την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας (μετά την Άλωση της Πόλης το 1453). Μετά τη νίκη των Βενετών ανακαταλαμβάνεται το 1686 – 1715 στη Β’ Ενετοκρατία για να καταληφθεί πάλι από τους Τούρκους το 1715 που κράτησαν το φρούριο μέχρι την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821.
Από τότε αρχίζει με την έρευνα να «ξεκαθαρίζει» η οικοδομική ιστορία της Λάρισας και να βρίσκονται μνημεία και ενδείξεις όλων των προηγούμενων του 19ου αιώνα εποχών όπως: τα θεμέλια του ναού του Διός Λαρισαίου και της Αθηνάς Πολιάδος. Στην ερειπωμένη εκκλησία μέσα στο κάστρο έχει χρησιμοποιηθεί αρχαίο οικοδομικό υλικό [14].
Υπάρχουν δεξαμενές για αλλαγή του νερού των βροχών, η μία σκαλισμένη στο Βράχο. Το αρχαίο ιερό της Ήρας Ακραίας στη βορειοανατολική πλευρά του λόφου έχει πιθανώς τη θέση του μοναστηριού της Παναγίας Κατακεκρυμμένης ή του Βράχου. Σήμερα διαθέτουμε μία ευρεία βιβλιογραφία για τα κάστρα που ανήκουν χρονολογικά στις διάφορες εποχές στις οποίες ανήκαν τμήματα του φρουρίου Λάρισα. Μπορεί να αναπαρασταθεί το φρούριο στις διάφορες εποχές του και να εντοπισθούν καταστροφές που έγιναν όχι από τους πολιορκητές του, αλλά από σύγχρονους ανασκαφείς για την εύρεση παλαιοτέρων στρωμάτων[15].
Υπάρχει έτσι περιθώριο για επιδιορθώσεις, αναστηλώσεις και χρήση του χώρου που συγκινεί ιδιαίτερα τους Ευρωπαίους επισκέπτες οι οποίοι αναζητούν μνημεία που σχετίζονται με την ιστορία της Δύσης (Φράγκων, Σταυροφόρων – Βενετών). Αυτό συμβαίνει και λόγω της πλούσιας λογοτεχνίας που επικεντρώνεται στην ιστορία των κάστρων και απαρχή της είναι οι ιστορίες των ιπποτών, τροβαδούρων, σταυροφόρων όπως κυρίως διαδόθηκαν με τις μεσαιωνικές μυθιστορίες, ποιήματα και όσα αναβίωσαν με το ρομαντισμό στη λογοτεχνία των δυτικών κρατών [16] και της Ελλάδος.
Η σύγχρονη χρήση του φρουρίου της Πάτρας (εσωτερική αυλή) και της Κυλλήνης (Χλεμούτσι) για παραστάσεις είναι πόλος έλξεως τουριστικής, αλλά και τοπικών πολιτιστικών εκδηλώσεων. Ίσως με την αξιοποίηση των περιφερειακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων[17] για τη Λάρισα και το Άργος, όπως έγινε με τα πιο πάνω κάστρα, αξιοποιηθούν και οι κόποι των ειδικών ερευνητών (ιστορικών, αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων) για την «ειρηνική» αντιμετώπιση του φρουρίου της Λάρισας. Ενός φρουρίου που ατενίζει από ψηλά την πανέμορφη γη της Αργολίδας ως σύμβολο της ιστορικής μνήμης της πόλεως του Άργους, την οποία υπηρετεί τα τελευταία 110 χρόνια ανελλιπώς ο ιστορικός της Σύλλογος «ΔΑΝΑΟΣ».
Γεώργιος Ντελόπουλος
Ιστορικός, Γλωσσολόγος, τ. ερευνητής Ακαδημίας Αθηνών.

ΑΝΔΡΙΑΝΤΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ( ΔΕΡΒΕΝΑΚΙΑ )

 
 
 
 
 
 
 
Τα Δερβενάκια και συγκεκριμένα «η περιοχή των στενών των Δερβενακίων, από το σημείο του αγάλματος του Κολοκοτρώνη μέχρι την προς Νότον έξοδο των δύο στενωπών, όπου έγινε στις 26 Ιουλίου του 1822 η μάχη των Δερβενακίων» έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικός τόπος, με την ΥΑ 15184/3-10-1963 του ΥΠ.ΠΟ (ΦΕΚ 451/Β/14-10-1963).
Η νίκη των Ελλήνων στα στενά των Δερβενακίων, στις 26 Ιουλίου 1822, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης και οφείλεται στο στρατηγικό νου του Κολοκοτρώνη. Στον ιστορικό τόπο των Δερβενακίων έγινε η αποφασιστικής σημασίας μάχη ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους. Η καταστροφή του Δράμαλη και η νίκη των Ελλήνων έχει μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη των κατοίκων της περιοχής.
 
Η µάχη στα Δερβενάκια

Ο Δράμαλης έχει αναλάβει την καταστολή της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Συγκεντρώνοντας πολυάριθμο στρατό σκόρπισε τον πανικό και χωρίς ουσιαστική αντίσταση έφτασε στον Ισθμό.

Σύντομα έφτασε κοντά στο Αργος, και τα εφόδια τελείωναν, ενώ το κάστρο Λάρισα του Αργους το υπερασπίζονταν λίγοι Ελληνες δίνοντας χρόνο στους επαναστατημένους να οργανωθούν. Για ακόμα μία φορά ο Κολοκοτρώνης απέδειξε τη στρατηγική του ευφυΐα καίγοντας τα σπαρτά της πεδιάδας προκειμένου να αναγκάσει τον Δράμαλη να υποχωρήσει. Πράγματι ξεκίνησε την υποχώρηση και ο Κολοκοτρώνης αντιλαμβανόμενος την κίνησή του, τοποθετεί ένα μικρό σώμα στα στενά των Δερβενακίων. Στις 26 Ιουλίου του 1822 στα στενά των Δερβενακίων και κοντά στα χωριά Αγιος Γεώργιος και Αγιος Σώστης, ο Δράμαλης έχασε συνολικά περίπου 5.000 άνδρες. Καταβεβλημένος κατέφυγε στην Κόρινθο όπου και πέθανε, ενώ ο Κολοκοτρώνης έγινε αρχιστράτηγος και άρχισε να συμμετέχει ενεργά στην πολιτική.

Σήμερα στον λόφο κοντά στον Αγιο Σώστη υπάρχει το άγαλμα του Κολοκοτρώνη του οποίου η ανέγερση έγινε το 1938.

ΑΚΡΟΚΟΡΙΝΘΟΣ ( ΑΡΧΑΙΑ ΚΟΡΙΝΘΟΣ )

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Ο Ακροκόρινθος, αυτό το φυσικό Μνημείο, από τότε που κάτω από την επιβλητική του προστασία πρωτοδημιουργήθηκε ένας μικρός οικισμός κοντά στον Ακροκόρινθο, η Εφύρα, ο οποίος στη συνέχεια εξελίχθηκε στην πάμπλουτη και περήφανη Κόρινθο, ήταν το φυσικό σημάδι της ύπαρξης της πόλης, και οχυρώθηκε κατά υποδειγματικό τρόπο, αποτελώντας το σημαντικότερο οχυρωματικό έργο της περιοχής από την αρχαιότητα ως τα νεώτερα χρόνια. Οι επιβλητικές του οχυρώσεις θεμελιώθηκαν στα μυκηναϊκά χρόνια και απέκτησαν μεγαλοπρέπεια μεταξύ του 7ου-6ου π.Χ. αιώνα., όταν η δυναστεία των Κυψελιδών (Κύψελος, Περίανδρος κλπ) έφθασε την Κόρινθο στο απόγειο της ακμής της. Το κάστρο του Ακροκορίνθου, σε όλη τη ύπαρξη του ήταν άπαρτο. Με τα 574μ. υψόμετρο, την άγρια μεγαλοπρέπειά του και το μοναδικό δώρο της φύσης (ή του θεού Ασωπού στον Σίσυφο) την πηγή της Άνω Πειρήνης, αντιστάθηκε σε κάθε εχθρό που θέλησε να καταλάβει το «Άστρο των Άστρων», τον «Παντεπόπτη και Κλειδοκράτορα της Πελοποννήσου», το «Κάστρον φοβερόν, το κάλλιον της Ρωμανίας». Είναι το μεγαλύτερο κάστρο της Ελλάδας και ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης.
Σήμερα, η είσοδος του κάστρου είναι από τα δυτικά, όπου καταλήγει ο σύγχρονος δρόμος, αλλά κατά τους προϊστορικούς χρόνους η είσοδος ήταν από την βορειοδυτική πλευρά. Στη συνέχεια, μέσα στον περίβολο των τειχών χτίστηκε ο περίφημος ναός της ένοπλης Αφροδίτης, όπου οι ιέρειες της θεάς ασκούσαν την ιερή πορνεία. Ο Ακροκόρινθος αποτελούσε την Ακρόπολη της Κορίνθου – εκεί χρωστά τ΄ όνομά του από το συνδυασμό των λέξεων Άκρο και Κόρινθος- και οχυρώθηκε με εξαιρετική επιμέλεια. Αριστερά της 1ης Πύλης και δεξιά διακρίνονται τμήματα του τείχους των κλασικών χρόνων της αρχαιότητας και ακριβώς πάνω τους οι προσθήκες της βυζαντινής εποχής, της Φραγκοκρατίας, της ενετοκρατίας και της τουρκοκρατίας.
Η 1ηπύλη, όπως και οι άλλες δύο αποτελούν τυπικά δείγματα φράγκικης, φρουριακής αρχιτεκτονικής. Η 2η πύλη όμως δεν είναι εξ’ ολοκλήρου φράγκικη κατασκευή, αλλά βελτίωση της βυζαντινής πύλης του 9ου – 10ου μΧ αιώνα, γι’ αυτό η πύλη είναι διώροφη και ο 2ος όροφος φέρει το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου (εθνόσημο της Βενετίας), ώστε να καταδείξει την ισχύ των νέων κυρίαρχων του κάστρου.
Οι 3 πύλες, πλαισιώνονται από 3 σειρές πανίσχυρων τειχών. Τα τείχη ακολουθούν πολυγωνική διαδρομή, σύμφωνα με την φυσική γραμμή του βράχου και ενισχύονται από πύργους, προμαχώνες, επάλξεις με πολεμίστρες και κανονιοθυρίδες.
Το μέσο πάχος των τειχών είναι 2 μέτρα, το πάχος του στηθαίου κυμαίνεται ανάμεσα στους 60 και 70 πόντους με διαδοχικά ανοίγματα ύψους περί το 1,65.
Μετά την 3η σειρά των τειχών, κατασκευασμένη πάνω στο κλασικό τείχος (δηλ. την βασική οχύρωση των αρχαίων χρόνων), απλώνεται ο χώρος όπου βρίσκονται τα ερείπια του Μεγαλόπρεπου Ναού της Αφροδίτης, ένα Τζαμί του 16ου αιώνα, ένας Μιναρές, μία Δεξαμενή των Βυζαντινών χρόνων, η οποία πιθανόν είναι η Βυζαντινή Μητρόπολη που ισοπέδωσαν οι Ενετοί και τη μετέβαλαν σε δεξαμενή, ο Πύργος του Βιλλαρδουϊνου, η υπόγεια Άνω Πειρήνη Κρήνη (οι ντόπιοι την αποκαλούν Δραγονέρα) και η καλοδιατηρημένη ανατολική σειρά των τειχών.
Ο Ναός της Αφροδίτης είναι στο υψηλότερο σημείο του Ακροκορίνθου. Από κει μπορεί ο επισκέπτης να ατενίσει μία τεράστια περιοχή: Τον Κιθαιρώνα, τη Ζήρεια, το Παναχαϊκό, την Στερεά Ελλάδα, την πεδιάδα του Άργους, ολόκληρο τον Κορινθιακό, τον Σαρωνικό και όταν υπάρχει μεγάλη διαύγεια, διακρίνεται η Ακρόπολη των Αθηνών.
Λίγοι ασφόδελοι φυτρώνουν πάντα στο σημείο αυτό. Είναι πια η μόνη ανάμνηση από τις ολόδροσες ιέρειες της Αφροδίτης που για 700 περίπου χρόνια ατένιζαν τις πατρίδες τους από το ίδιο ακριβώς μέρος, από το μέρος που ήταν διάσημο σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο.
Αλλά η ιστορία του Ακροκορίνθου δεν περιορίζεται εδώ: Όντας υπερασπιστής της ελευθερίας το Κάστρο, είδε στιγμές ηρωισμού και αυτοθυσίας.
Το 1208, Άρχοντας του Κάστρου είναι ο Λέοντας Σγουρός. Μέχρι τότε έχει νικήσει τους Φράγκους εισβολείς, παρά το γεγονός ότι αυτοί κατά την 1η πολιορκία του Κάστρου είχαν χτίσει ένα σωζόμενο έως σήμερα καστράκι ελέγχου (το Πεντεσκούφι) απέναντι από την είσοδο του Ακροκορίνθου. Τώρα όμως, τα τρόφιμα δεν επαρκούν. Ο Σγουρός, εγκαταλελειμμένος απ’ όλους, δένει τα μάτια του αγαπημένου του αλόγου, ανοίγει μία θύρα του τείχους πάνω στον γκρεμό, το σπιρουνίζει και περνά στην Ιστορία, ανυπότακτος στον κατακτητή.
Το Κάστρο περνά τώρα στα χέρια του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Α΄ που το εμπιστεύεται στον ανιψιό του Θεόδωρο. Αυτός, μετά από πολιορκία 5 ετών, θα το παραδώσει στον Γουλιέλμο Βιλλεαρδουϊνο, που έτσι θα κατακτήσει ολόκληρη την Πελοπόννησο.
Τον 14ο αιώνα, ο Ακροκόρινθος υποδέχεται στην αγκαλιά του ολόκληρο τον πληθυσμό της Κορίνθου και η πόλη ερημώνει για 3 αιώνες.
Το 1395, το Κάστρο πουλιέται από τον Φλωρεντινό Τραπεζίτη Νέριο Τόκκο στον Θεόδωρο Παλαιολόγο. Το 1397, ο Θεόδωρος το πουλά στους Ιωαννίτες Ιππότες της Μάλτας, φοβούμενος του Τούρκους, αλλά οι Ιωαννίτες του το ξαναεπιστρέφουν το 1404. Το 1458 καταλαμβάνεται από τον Μωάμεθ Β΄. Το 1687 καταλαμβάνεται από τους Ενετούς και το 1715 επανακαταλαμβάνεται από τους Τούρκους. Τότε ξεκινούν και οι καταστροφές των Μνημείων των Αρχαίων Κορινθίων, καθώς οι Τούρκοι προτίμησαν να εγκατασταθούν στο προνομιακό αυτό μέρος του λόφου με την εκπληκτική θέα. Εκεί θα χτιστεί και το Σεράϊ του Τούρκου Διοικητή (Μπέη). Ο πιο ονομαστός από αυτούς, ο Κιαμήλ-Μπέης, που θα είναι και ο τελευταίος Τούρκος Μπέης της Κορίνθου, σώρευσε έναν τεράστιο θησαυρό: 40.000 πουγκιά με χρυσά νομίσματα έδωσε η χήρα του στον Δράμαλη. Στις 14-1-1822 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ελευθερώνει τον Ακροκόρινθο, έχοντας στο χέρι του την γαλανόλευκη. Ήταν η πρώτη φορά στη νεώτερη ελληνική Ιστορία που κυμάτιζε η Ελληνική Σημαία και κυμάτιζε στον Ακροκόρινθο, μία από τις μεγάλες, τις βαθιά συγκινητικές στιγμές της ιστορίας μας, δέθηκε μαζί του.