Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

ΣΠΗΛΑΙΟ ΚΕΡΑΤΕΑΣ

Στα ΝΔ της Κωμόπολης Κερατέας, στα Νότια πλευρά του βουνού Κερατοβούνι και σε υψόμετρο 548 μ., διανοίγεται το σπήλαιο Κερατέας.
Είναι διώροφο και χωρίζεται σε 3 επιμήκη παράλληλα τμήματα από ωραίες κολόνες, σταλακτίτες και σταλαγμίτες.
Στη φαντασμαγορία του σπηλαίου συμβάλλουν και οι μικρές υδατοσυλλογές με κατακάθαρα νερά, που βρίσκονται σε 4 σημεία του. Από το πρώτο τμήμα, με απότομη ανάβαση 5 περίπου μέτρων, αρχίζουν διαδοχικά τα άλλα τρία διαμερίσματα με κατηφορικό δάπεδο.
Το τελευταίο βαραθρώδες, διατηρεί στον πυθμένα του νερά με βάθος ανάλογα με την εποχή. Είναι το βαθύτερο σημείο του σπηλαίου, με υψομετρική διαφορά από την είσοδο του 28 μ.
Το μήκος του σπηλαίου είναι 60 μ., το πλάτος του 35 και το ύψος οροφής του κυμαίνεται από 5 - 10 μ. Αν και δεν έχουν γίνει ανασκαφές, για να χαρακτηρισθεί τόπος λατρευτικός, όμως αυτό δεν αποκλείεται, γιατί ανάμεσα σε φερτά υλικά του δαπέδου του πρώτου τμήματος βρέθηκε μικρό πήλινο δοχείο σπασμένο. Είναι ένα από τα σπήλαια που κάποτε επισκέφθηκε και ο λόρδος Βύρων για αυτό έχει και την ονομασία ΣΠΗΛΑΙΟ ΛΟΡΔΟΥ ΒΥΡΩΝΑ.
Μάλιστα κατά την επίσκεψη του εκεί ο λόρδος Βύρων βρέθηκε σε αρκετά δύσκολη θέση, όταν ο φωτισμός με δάδες που διέθετε έσβησε και βρέθηκε στο απόλυτο σκοτάδι να ψάχνει μαζί με τους συνοδούς του την έξοδο.
Τελικά τα κατάφεραν χωρίς να πάθουν κάποιο ατύχημα, αλλά με αφορμή αυτό το περιστατικό επισημαίνεται ότι απαιτείται μεγάλη προσοχή και σεβασμός όταν επισκεπτόμαστε ένα σπήλαιο γιατί πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να μας συμβεί κάποιο ατύχημα και να θέσουμε σε κίνδυνο την ζωή μας.
Το σπήλαιο είναι φανταστικό και αξίζει να το επισκεφτεί κανείς.
Βάλτε ζεστά ρούχα αν θα πάτε χειμώνα, γιατί το κρύο είναι τσουχτερό και θα παγώσετε μέχρι να φτάσετε στην είσοδο του.
Καλό θα ήταν να φοράτε και ορειβατικά παπούτσια γιατί στο εσωτερικό του σπηλαίου υπάρχει πολύ υγρασία, και σε κάποια σημεία οι πέτρες γλιστράνε πολύ.
Το σπήλαιο της Κερατέας έχει αρκετά εύκολη πρόσβαση και είναι εξαιρετικά βατό. Στο εσωτερικό του σπήλαιου και από την πρώτη κιόλας αίθουσα βρίσκονται πολυάριθμες επιγραφές στα τοιχώματα, ειδικά κοντά στην είσοδο, με ονόματα και χρονολογίες, οι οποίες βρίσκονται εκεί από τα τέλη του 19ου αιώνα (η παλαιότερη επιγραφή φαίνεται να είναι εκεί από το 1872).



Γεώργιος Λαμπής –Κερατέα,Σπήλαιο Κερατέας η Σπήλαιο του Πανός, Μάρτιος 2010.

ΣΠΗΛΑΙΟ ΚΕΡΑΤΕΑΣ ( ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ )







Γεώργιος Λαμπής –Κερατέα,Σπήλαιο Κερατέας η Σπήλαιο του Πανός, Μάρτιος 2010.



ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕΣΟΣΠΟΡΙΤΙΣΣΑ



Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου δυτικά των Καλυβίων, στην περιοχή που είναι γνωστή με την ονομασία Εννέα Πύργοι, και πολύ κοντά στον επίσης βυζαντινό ναό του Αγίου Πέτρου, βρίσκεται ο κομψός ναός της Παναγίας Μεσοσπορίτισσας ή τα Εισόδια (αφού ο ναός εορτάζει την ημέρα των Εισοδίων της Θεοτόκου, στις 21 Νοεμβρίου, εξ ου και η ονομασία Μεσοσπορίτισσα που αποδίδεται στην Παναγία ως προστάτιδας της σποράς που γίνεται αυτόν το μήνα).
Ο ναός είναι μονόκλιτη βασιλική, στην οποία, μεταγενέστερα, προστέθηκε καμαροσκέπαστος νάρθηκας και παρεκκλήσιο στη δυτική και βόρεια πλευρά αντίστοιχα. Ο Ορλάνδος τη χρονολόγησε στον 11ο ή 12ο αιώνα.
Ο καθηγητής Μπούρας την τοποθετεί στα τέλη του 12ου αιώνα. Ο τρούλος του ναού είναι αθηναϊκός και η τοιχοδομία του συνδυάζει την απλή αργολιθοδομή με την καλή πλινθοπερίκλειστη τεχνική στην κόγχη του Ιερού και του τρούλου.
Η είσοδος του ναού είναι χαμηλή κι έχει υπέρθυρο πλίνθινο τοξωτό προσκυνητάρι που απαντά και σε αρκετούς άλλους αττικούς ναούς, όπως στον γειτονικό-και κάπως νεότερο- Άγιο Πέτρο αλλά και στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου στη Σπηλιά Πεντέλης κ.ά.
Στα προσκυνητάρια αυτά είθισται να εικονίζεται ο τιμώμενος άγιος. Στην περίπτωση της Μεσοσπορίτισσας όμως, η τοιχογράφηση έχει καταστραφεί. Δε διασώζεται ο ζωγραφικός διάκοσμος.
Οι τοιχογραφίες του κυρίως ναού είναι νεότερες και ιδιαίτερα κακότεχνες. Έγιναν στις αρχές του 20ου αιώνα από κάποιον ζωγράφο Λυμπέριο, σύμφωνα με επιγραφές στο κτιστό τέμπλο, και πιθανότατα έχουν επικαλύψει παλαιότερο στρώμα τοιχογραφιών. Ελάχιστες τοιχογραφίες που έχουν σωθεί στο παρεκκλήσιο είναι αρκετά ενδιαφέρουσες και μπορούν να χρονολογηθούν στα μέσα του 18ου αιώνα. Οι νεότερες αυτές τοιχογραφίες του παρεκκλησίου, όπως η Παναγία και ο Χριστός στο κτιστό τέμπλο, οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος στο βόρειο και νότιο τοίχο αντίστοιχα, το διακοσμητικό με τους άνθινους κύκλους στο εσωράχιο της Ωραίας Πύλης καθώς και ο Άγιος Αθανάσιος στο εσωράχιο του τόξου της βόρειας κεραίας του κυρίως ναού, είναι αρκετά ενδιαφέρουσες.
Δυστυχώς, η επιγραφή που σώζεται στο τέμπλο και θα μπορούσε να μας δώσει την ακριβή χρονολόγηση είναι σχεδόν ολοκληρωτικά φθαρμένη.
Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για το ναό στις ιστορικές πηγές. Ο ναός διατηρείται σε άριστη κατάσταση και σε ωραίο περιβάλλοντα χώρο.

Γεώργιος Λαμπής – Καλύβια, Παναγιά Μεσοσπορίτισσα, Μάρτιος 2010.















ΜΕΓΑΡΟ ΔΟΥΚΙΣΣΗΣ ΠΛΑΚΕΝΤΙΑΣ



ΜΕΓΑΡΟ ΔΟΥΚΙΣΣΗΣ ΠΛΑΚΕΝΤΙΑΣ

(ΚΑΣΤΕΛΟ ΤΗΣ ΡΟΔΟΔΑΦΝΗΣ)


Άρχισε να οικοδομείται το φθινόπωρο του 1840, ενώ προηγουμένως εκτελέσθηκαν τα έργα υποδομής, και εξορύχθηκαν από τα λατομεία του Πεντελικού 100 κ.μ. μαρμάρου που προορίζονταν για την ανέγερσή του.
Στα τέλη του 1847, όταν ξέσπασε η πυρκαϊά της οικίας της δούκισσας στην Αθήνα (επί της οδού Πειραιώς) και η αποτέφρωση της σωρού της κόρης της, με αποτέλεσμα την μείωση του ενδιαφέροντος της δούκισσας για τις οικοδομές της, το χτίσιμο των τοίχων είχε μεν περατωθεί, αλλά δεν είχε τελειώσει η στέγη ούτε το εσωτερικό της έπαυλης.
Το Καστέλλο της Ροδοδάφνης, περιήλθε μετά το θάνατο της δούκισσας στο Δημόσιο, παρέμεινε ημιτελές, στο έλεος του κάθε εκδρομέα που χάραζε το όνομά του στους ασοβάντιστους τοίχους του.
Το 1889, το επισκέπτεται ο περιηγητής Rennel Rodd, ο οποίος και περιγράφει: «…λίγο αργότερα, όταν, καθώς προχωρούσε η ημέρα, μειώθηκε κάπως η δύναμη του ηλίου, θα εξορμήσεις (από τη μονή) προς τα κάτω, βαδίζοντας ανάμεσα από ολάνθιστους θάμνους μυρτιών, για να φθάσεις στην μεγάλη, μισοερειπωμένη έπαυλη, την οποία έκτισε για λογαριασμό της η δούκισσα της Πλακεντίας, όταν η περαιτέρω παραμονή της στην Γαλλία κατέστη αφόρητη και όταν επέλεξε τα ορεινά της Αττικής ως τόπο εξορίας της, όπου ήταν ελεύθερη να εξασκήσει τις εκκεντρικότητές της και όπου συναναστραφεί με τις τραχιές συμμορίες των βουνών. Η έπαυλη βρίσκεται σε υψηλό σημείο μίας ανηφορικής κοιλάδας, η οποία είναι παράλληλη ή μάλλον συγκλίνει με αυτήν που οδηγεί στη μονή.
Κτισμένη κυρίως από μάρμαρο, το οποίο εξορύχθηκε από όχι μακριά, παρουσιάζεται με την μορφή ενός μάλλον άχαρου τετράγωνου όγκου, στον οποίο ανοίγονται λίαν οξυκόρυφα γοτθικά παράθυρα, και τον οποίο δεν δείχνει να εκλόνισε ο πρόσφατος σεισμός. Η στέγη έχει κατά διαστήματα καταρρεύσει, τα πατώματα και τα ταβάνια ουδέποτε κατασκευάσθηκαν, αλλά τα δοκάρια είναι σχεδόν ανέπαφα, λόγω του ξηρού κλίματος.
Καθώς ότι υπάρχει δείχνει γερό, είναι απορίας άξιο το πώς κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να αποπερατώσει ένα σχεδόν έτοιμο σπίτι και επί πλέον κτισμένο σε μία τόσο όμορφη τοποθεσία.
Μία αγριοσυκιά φορτωμένη με τους άνοστους καρπούς της που κολλούνε στα δάκτυλα, έχει φυτρώσει καταμεσής στην αυλή και το νερό μιας πηγής που αναβλύζει από τον βράχο εκεί κοντά, έχει σχηματίσει πραγματικό τέλμα μπροστά στην είσοδο.
Από τον εξώστη φαίνεται η δασωμένη κοιλάδα που κατέρχεται απαλά την πλαγιά έως την πεδιάδα, εκτεινόμενη ανάμεσα σε δύο τραχιές βραχώδεις προεξοχές των λόφων, κατάφυτη από πεύκα, ιτιές, βασιλικές δρύες, και θάμνους από μύρτα και σκίνα…» (Rodd Rennell Pentelicon, a day & a night Extr. Universal review, 1889).
Το Καστέλλο της Ροδοδάφνης, παρέμεινε στην κατάσταση αυτή έως το 1959, έτος κατά το οποίο ορίσθηκε από το κράτος ως κατοικία του τότε Διαδόχου, και μετέπειτα βασιλέως Κωνσταντίνου Β', που εγκαταστάθηκε σε αυτό από το 1961 έως το 1964. Οι εργασίες αποπεράτωσης και εκσυγχρονισμού του κτιρίου, πραγματοποιήθηκαν την διετία 1960-1961, από τον αυλικό αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Μπαλτατζή.
Σήμερα η χρήση του έχει περιέλθει στο Δήμο Πεντέλης, ο οποίος το χρησιμοποιεί ως πνευματικό κέντρο, πραγματοποιώντας στην αυλή του το καλοκαίρι διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Το κτίριο και ο περιβάλλον χώρος είναι ασυντήρητοι και δίνουν εικόνα πλήρους εγκατάλειψης.
Η Ροδοδάφνη, αποτελεί παραλλαγή της Επαύλεως των Ιλισίων (νυν Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο) στην Αθήνα. Η παρατήρηση αυτή ισχύει όχι μόνο για το κυρίως κτίσμα, αλλά και για τις χαμηλές πτέρυγες με τους βοηθητικούς χώρους που πλαισιώνουν από τις δύο πλευρές την κεντρική αυλή, καθώς και για τις πίσω από αυτές δευτερεύουσες αυλές με τα καταλύματα του προσωπικού, τους στάβλους, τα αμαξοστάσια και τις αποθήκες.
Η κύρια διαφορά ως προς την γενική σύλληψη του συγκροτήματος, οφείλεται στην μορφολογία του εδάφους που υποχρεώνει η θέση του πυλώνα να μην είναι στην ευθεία της κυρίας εισόδου του κτιρίου, αλλά σε γωνία 90 μοιρών σε σχέση με αυτή. Στον άξονα της εισόδου βρίσκεται μία απλή μεταλλική καγκελόπορτα, μέσω της οποίας επικοινωνεί η στενόμακρη εξωτερική, με την τετράπλευρη και ευρεία κεντρική εσωτερική αυλή.
Η αρχιτεκτονική σύλληψη του κτιρίου, είναι στις βασικές της γραμμές απλή: μία στοά (διώροφη στα Ιλίσια) που τρέχει κατά μήκος της βόρειας εν εσοχή προσόψεως και ενώνει στο επίπεδο του ισογείου, μεταξύ τους δυο ορθογώνιους προεξέχοντες πύργους.
Τα γοτθικά τόξα της στοάς στο ισόγειο -ανά τρία ένθεν και ένθεν της ισοϋψούς κεντρικής εξώθυρας- και τα επτά υψηλά επίσης γοτθικά, παράθυρα στους δυο ορόφους της βόρειας πλευράς του κεντρικού κορμού του κτιρίου, έρχονται σε ευχάριστη αντίθεση με τα στενόμακρα, σαν διπλές και τριπλές πολεμίστρες, ανοίγματα στον τρίτο όροφο, όπως επίσης και στο δεύτερο και τον τρίτο όροφο των δύο πύργων.
Η πρόσοψη, γράφει ο Κώστας Μπίρης, διαπνέεται από σπάνιο αρχιτεκτονικό μεγαλείο. Οι όροφοι υποδηλώνονται μόνο με μία ελαφριά μαρμάρινη σκαλιστή «ζεύξη» που χωρίζει σε ζώνες τις πλατιές γεμάτες, γυμνές και απέριττες επιφάνειες. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται στην όλη αισθητική του κτιρίου, όπως ορθά παρατηρεί η Όλγα Μπαδήμα-Φουρναράκη μία ιδανική «…ισορροπία μεταξύ οριζόντιας και κατακόρυφης ρυθμικότητας».
Το κύριο διακοσμητικό στοιχείο της νότιας πλευράς, είναι, όπως και στην Maisonette, η κλειστή βεράντα, που καταλαμβάνει ολόκληρο το νότιο τμήμα του 3oυ ορόφου, κρυμμένη πίσω από πυκνή σειρά στενών ανοιγμάτων με γοτθικά τόξα. Έτσι, όταν το φως του ηλίου λούζει την νότια όψη του καστέλλου, επιτυγχάνεται στο ύψος της κλειστής αυτής στοάς, χάρη στα στενά και παράλληλα ανοίγματα, μία ευχάριστη εναλλαγή φωτός και σκιάς, στην ζώνη λίγο πιο κάτω από την μελετημένα προεξέχουσα στέγη. Αυστηρή και μεγαλόπρεπη σκάλα, που από τις δύο πλευρές προεκτείνει -αποκλίνοντας ελαφρώς προς νότο- τον ευρύ εξώστη, πάνω στον οποίο εδράζεται η στιβαρή νότια πρόσοψη, οδηγεί στον κήπο και το πευκόφυτο άλσος που πάλαι ποτέ περιέβαλλε την έπαυλη.
Το κτίριο είναι ολόκληρο κτισμένο με μάρμαρο, εκτός από τον 2o και 3o όροφο της βόρειας πλευράς, οι οποίοι, είτε δεν πρόλαβαν να επενδυθούν προτού η δούκισσα χάσει το ενδιαφέρον της για την οικοδομή, είτε προορίζονταν να καλυφθούν με καταλλήλως χρωματισμένο επίχρισμα, το οποίο θα σχημάτιζε ενδιαφέρουσα αντίθεση με το γκριζόλευκο μάρμαρο του λοιπού κτιρίου.
Είναι φανερό πως το Καστέλλο της Ροδοδάφνης αποτελεί ένα από τα πιο αξιόλογα αρχιτεκτονικά δείγματα του ρομαντισμού στην Ελλάδα.
Μια επίσκεψη θα σας πείσει.




Γεώργιος Λαμπής – Π. Πεντέλη, Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας, Μάρτιος 2010.